Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ in memory...



Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


Σαν σήμερα, 29 Απριλίου (του μήνα του σκληρού; ) του 1863 γεννήθηκε και σαν σήμερα, 29 Απριλίου του 1933, σε ηλικία ακριβώς 70 χρονών πέθανε ο μεγαλύτερος ποιητής που έγραψε ποτέ στην ελληνική γλώσσα – τουλάχιστον μέχρι σήμερα, αν και μπορώ να ρισκάρω την πρόβλεψη πως δεν διαφαίνεται στο ορατό μέλλον πολύ πιθανή η εμφάνιση ανάλογης περίπτωσης, που να δημιουργήσει τέτοιου τύπου έργο – ο Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης.
Η περίπτωση του, απολύτως ξεχωριστή στην ελληνική ποίηση: Ο Καβάφης δημιούργησε την δική του γλώσσα, το δικό του ύφος, την δική του θεματική, φτιάχνοντας μια μοναδική ποιητική περιοχή.
Δεν ήταν κάτι εύκολο, δεν ήταν κάτι που έγινε έτσι απλά. Απαιτήθηκε αγώνας, απαιτήθηκε «συμμόρφωση» (σε πολλά εισαγωγικά η λέξη) της ζωής του ποιητή με τις απαιτήσεις του ποιητικού του έργου στο οποίο – ειδικά από ένα σημείο του βίου του και μετά – δόθηκε ολόψυχα.
Τα πρώτα ποιήματα του – αυτά που θα αποκηρύξει μετά – δεν ομοιάζουν καθόλου με αυτά που αποτέλεσαν εν τέλει το απόσταγμα του έργου του ποιητή, τα 154 ποιήματα του, αυτά που ο ίδιος ο ποιητής επέλεξε να είναι το έργο της ζωής του. Ο Καβάφης αγωνίστηκε πολύ και με συνέπεια και με κόστος για να δημιουργήσει αυτήν την πρωτότυπη ποιητική περιοχή, να βρει την γλώσσα και το ύφος του, αλλά και την κοινή γραμμή που δίνει ενότητα στο έργο του.
Τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, με τον Καβάφη σχεδόν 40 χρονών, αρχίζει να συντελείται σιγά σιγά η αλλαγή, αρχίζουν να χαράζονται οι νέες διαδρομές. Το 1907 γίνεται η εγκατάσταση στο περίφημο σπίτι της οδού Λέψιους που γίνεται το εργαστήριο του Καβάφη. Εκεί μέσα, δημιουργείται ο Καβαφικός ποιητικός κόσμος. Όπως το γράφει πολύ όμορφα σε ένα κριτικό του σημείωμα ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «…(το έργο του Καβάφη) εκτοξευόταν από την οδό Λέψιους με την μορφή συστημένων, ονομαστικών προκηρύξεων».
Η τομή του 1911 θα ολοκληρώσει την στροφή προς αυτό που σήμερα ξέρουμε και λογίζεται ως Καβαφικό έργο, ενώ στα 1922 αφήνει και την δουλειά του – παρά την επικείμενη προαγωγή – για να αφοσιωθεί πλήρως στην ποίηση. Τα αποκηρυγμένα του, μπορεί να έχουν αξία για τον μελετητή που θέλει να γνωρίσει όλη την πορεία μέχρι την δημιουργία αυτής της ξεχωριστής ποιητικής επικράτειας, όμως από την άλλη δεν παύει να είναι αυτό που λέει ακριβώς η λέξη: «αποκηρυγμένα», δηλαδή κομμάτι του έργου που δεν αναγνωρίζει ως τέτοιο ο ίδιος ο ποιητής. Κατ’ εμέ το ίδιο ισχύει και για τα λεγόμενα «κρυμμένα». Είναι προφανές ότι έμειναν κρυμμένα γιατί έτσι το θέλησε ο ίδιος. Επομένως το Καβαφικό έργο είναι ακριβώς αυτά τα 154 ποιήματα που ο ίδιος ο Καβάφης ενέκρινε ως σώμα της ποίησης του. Μόλις 154 ποιήματα για έναν ποιητή που έζησε 70 χρόνια! Αυτό αποτελεί από μόνο του μια στάση ζωής ως προς την τέχνη και ταυτόχρονα αποτελεί και μια ιδιότυπη «κριτική της ποίησης». «Να φοβάσαι τους μεγάλους τόμους στην ποίηση. Μείνε μακριά τους» έλεγε κάποιος – που δεν θυμάμαι τώρα ποιος.
Δεν θα ξεχάσουμε βέβαια την πολεμική που δέχθηκε από τον περιβόητο πυρήνα της «γενιάς του ‘30» (αυτούς που όλους μαζί τους χαρακτήρισε και τους χάραξε πάνω στην ανεξίτηλη πέτρα της ποίησης ως «κατσιμπαλήδες» ο Μίλτος Σαχτούρης όταν αποχαιρετούσε τον Νίκο Καρούζο), οι οποίοι είχαν λυσσάξει εναντίον του, όπως ακριβώς και εναντίον του άλλου μεγάλου της ελληνικής ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη.
Το σημερινό αφιέρωμα στην μνήμη του μεγάλου ποιητή Καβάφη, θα είναι αναπόφευκτα μικρό, καθώς θα ήταν ούτως ή άλλως παράλογο να ζητήσει κανείς από μένα μια πλήρη κριτική ενός τόσο πλούσιου έργου, ενός έργου με τόση μεγάλη ευρύτητα για το οποίο οι κριτικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί είναι εκατοντάδες (ίσως και χιλιάδες) και όχι μόνο στην Ελλάδα φυσικά. Ενός έργου εν τέλει το οποίο έχει επηρεάσει λογοτέχνες από πολλές χώρες. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε δουλειά πολλών χρόνων και δεν ξέρω καν αν θα είχα την δυνατότητα να το κάνω – αν και υποψιάζομαι πως όχι. Στα σχεδόν 30 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που πρωτογνώρισα το Καβαφικό έργο και με το οποίο έκτοτε έχω μια συνεχή συζήτηση, ουδέποτε ως τώρα μου πέρασε από το μυαλό να κάνω μια συνολική και πλήρη κριτική (μονάχα σε μεμονωμένα ποιήματα έχει συμβεί αυτό και κατά το πλείστο σε συζητήσεις, προφορικά δηλαδή, χωρίς scripta manent).
Επομένως το καλύτερο είναι να μιλήσει ο ίδιος ο ποιητής μέσω των ποιημάτων του. Επέλεξα λοιπόν μερικά ποιήματα – όχι αυτά που θα λέγαμε πως είναι τα πιο ευρέως γνωστά του, ακριβώς για τον λόγο ότι είναι ήδη πολύ γνωστά – με τα οποία θα κλείσει αυτό το μικρό αφιέρωμα στην μνήμη του.
Ας ξεκινήσουμε με το «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ)», μια αριστουργηματική καβαφική σύνθεση, που φυσικά ακροβατεί πάνω στο ρευστό ζύγι της καβαφικής ειρωνείας:

«Νέοι τῆς Σιδῶνος (400 μ.Χ.)»
Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα ἐκλεκτά.

Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό «Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί φώναξε

«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε -κηρύττω- στό ἔργον σου ὅλην τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί τόν Ἀρταφέρνη.»

Ο Καβάφης τους νέους των ποιημάτων του, τους θέλει νέους. Δεν θέλει να τους κεράσει με την βαριά προίκα των γηρατειών. Έτσι αναπόφευκτα πεθαίνουν νέοι όλοι τους, 30 χρονών το πολύ. Ένα μικρό αριστούργημα το παρακάτω, ένα πανέμορφο «άγαλμα λόγου»:

 «Εν τω Μηνί Αθύρ»
Με δυσκολία διαβάζω   στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».   Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Aθύρ»        «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας   «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει   που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω   «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές   πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω —   σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα»,   και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος   μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Aθύρ   ο Λεύκιος εκοιμήθη.

Ο ίδιος ο ποιητής τα γηρατειά δεν τα απόφυγε. Μα εκείνα δεν αντέχονται. Κι έτσι προσφεύγει – ή μάλλον καταφεύγει -  σε αρχαίους μάγους. Να κάνουν τι; Μα να φτιάξουν γιατρικό, απόσταγμα. Να τον γυρίσει πίσω, όταν αυτός ήταν – τι άλλο; - 23 χρονών! Όμως δεν φτάνει μόνο αυτό, το θαυματουργό απόσταγμα θα πρέπει και τον φίλο του να γυρίσει πίσω, που τότε ήταν 22 χρονών. Και πώς αλλιώς; Θαυματουργό μαντζούνι είναι άλλωστε, ότι θέλει κάνει, να επιστρέψει και την κάμαρα εκείνη πίσω, την ίδια εκείνη ερωτική κάμαρα ώστε να ολοκληρωθεί πλήρης κι ακέραιη μέσα στο χρόνο η αναδρομή. Διότι μόνο όταν όλα γίνουν όπως τότε, θα επουλωθεί η πληγή:

«Κατά τες συνταγές αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων»
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του  χρόνια
να με φέρει ξανά— την εμορφιά του, την αγάπη του.

»Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»

Φυσικά υπάρχει κι άλλος τρόπος παρηγοριάς, όταν κανείς αμετάκλητα γεράσει και εφόσον οι αρχαίοι μάγοι κωφεύουν στις παρακλήσεις του για θαυματουργά αποστάγματα βοτάνων που νικούν το χρόνο. Τι άλλο μπορεί να νικήσει τον χρόνο; Μα η τέχνη. Η ίδια η ποίηση. Ο γέρος ποιητής λοιπόν ανακαλύπτει πώς έχει ακόμα μερτικό στα νιάτα – όχι συχνά βέβαια, σπανίως, ίσως πολύ σπανίως, όμως έχει:

«Πολύ σπανίως»
Είν’ ένας γέροντας. Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.

Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.

Αυτός ο υπέροχος στίχος «με την δική του έκφανσι του ωραίου» είναι κομβικός στον Καβάφη. Η δημιουργία μιας – ας την πούμε έτσι – δικής του, προσωπικής αισθητικής η οποία θα διατρέχει και θα ορίζει όχι μόνο τον βίο αλλά και την τέχνη του, όχι μόνο την τέχνη του αλλά και τον βίο του, υπήρξε θεμελιώδες ζήτημα για τον Καβάφη διαμέσου του οποίου δημιουργήθηκε ο δικός του ποιητικός χώρος. Κάποτε μάλιστα το ζήτημα της Αισθητικής φτάνει να ταυτιστεί με το ζήτημα της Ηθικής (προφανώς δεν εννοώ την λέξη με την τρέχουσα – με την κάθε τρέχουσα – έννοια της). Ο ακαλαίσθητος, είναι ανήθικος, είναι διεφθαρμένος, είναι μπαγαπόντης. Διότι το ωραίο στον Καβάφη δεν εξαντλείται φυσικά στην οπτική παρατήρηση. Διατρέχει το βάθος των πραγμάτων, διαπερνά και διαμορφώνει την ουσία τους, είναι ο πυρήνας της τέχνης και της ζωής.

«Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα»
Α δεν συγχίζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα ωραία ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει.
Είμαι ο νέος ο πιο δοξαστός.
Του Βάλα είμ’ εγώ η αδυναμία, ο λατρευτός.
Αύριο, να δεις, θα πουν πως ο αγών δεν έγινε σωστός.
(Μα αν ήμουν ακαλαίσθητος, κι αν μυστικά το είχα προστάξει –
θάβγαζαν πρώτο, οι κόλακες, και το κουτσό μου αμάξι).


Άφησα για το τέλος ένα αριστούργημα, τον «Μύρη»:


"Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ."

Την συμφορά ὅταν ἔμαθα, πού ο Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του, μ’ ὅλο πού τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν Χριστιανῶν τά σπίτια,
πρό πάντων ὅταν ἔχουν θλίψεις ἤ γιορτές.

Στάθηκα σέ διάδρομο. Δέν θέλησα
νά προχωρήσω πιό ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἔβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια.

Τόν εἴχανε σέ μιά μεγάλη κάμαρη
πού ἀπό τήν ἄκρην ὅπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι∙ ὅλο τάπητες πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ.

Στέκομουν κ’ ἔκλαια σέ μιά ἄκρη τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν που ἡ συγκεντρώσεις μας κ’ ἡ ἐκδρομές
χωρίς τόν Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν πιά∙
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά τόν δῶ
στά ωραῖα κι ἄσεμνα ξενύχτια μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί ν’ ἀπαγγέλλει στίχους
μέ τήν τελεία του αἴσθησι τοῦ ἑλληνικου ρυθμοῦ∙
καί σκέπτομουν πού ἔχασα γιά πάντα
τήν ἐμορφιά του, πού ἔχασα γιά πάντα
τόν νέον πού λάτρευα παράφορα.

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἔζησε –
στά χείλη του διαρκῶς τ’ όνομα τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἕναν σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ἱερεῖς, κ’ ἔλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν,
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβάιως, πού ο Μύρης ἦταν Χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὥρα τό γνωρίζαμε, ὅταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε μπεῖ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὅλους μας πιό ἔκδοτος στές ἡδονές∙
σκορπώντας αφειδῶς τό χρῆμα του στές διασκεδάσεις.
Γιά τήν ὑπόληψι τοῦ κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιες ρήξεις στές ὁδούς
ὅταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα.
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δεν μιλοῦσε.
Μάλιστα μιά φορά τόν εἴπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Ὅμως σάν νά δυσαρεστήθηκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό: θυμοῦμαι τώρα.
Ἆ κι ἄλλες δυό φορές τώρα στόν νοῦ μου ἔρχονται.
Ὅταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχτηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας, κ’ ἔστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὅταν ἐνθουσιασμένος ἕνας μας
εἶπεν, Ἡ συντροφιά μας να’ ναι ὑπό
τήν εὔνοιαν καί τήν προστασίαν τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος – ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἄλλοι δέν ἄκουσαν) «τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ».

Οἱ Χριστιανοί ἱερεῖς μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν. –
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ τί προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας τους, ἑτοιμάζονταν
ὅλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσε μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις. Ἀόριστα, αἰσθανόμουν
σάν νά ‘φευγεν ἀπό κοντά μου ὁ Μύρης∙
αἰσθανόμουν πού ἑνώθη, Χριστιανός,
μέ τους δικούς του, καί πού γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ∙ ἔνοιωθα κιόλα
μιά ἀμφιβολία νά μέ σιμώνει: μήπως κ’ εἶχα γελασθεῖ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ α τοῦ ἤμουν ξένος. –
Πετάχτηκα ἔξω απ’ τό φρικτό τους σπίτι,
ἔφυγα γρήγορα πρίν ἁρπαχθεί, πρίν ἀλλοιωθεῖ
ἀπ’ την χριστιανοσύνη τους ἡ θύμηση τοῦ Μύρη.




Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Δον Κιχώτες...



Δον Κιχώτες…


Όχι πολύ μακριά, μονάχα 404 χρόνια πίσω στο χρόνο, μια μέρα σαν κι αυτήν, 22 Απριλίου (του 1616) πέθανε ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες (ή για να το πούμε ολόκληρο Miguel de Cervantes Saavedra). O Δον Κιχώτης του από την Μάντσα (Don Quijote de la Mancha) είχε την μοναδική τύχη από τότε να γίνει κάτοικος και πλάνητας σε σχεδόν κάθε σημείο του πλανήτη, πολλές φορές μαζί με τον πιστό του σύντροφο Σάντσο Πάντσα, αν και υπήρξαν και αρκετές περιπτώσεις (ίσως περισσότερες απ’ ότι μπορεί να φανταστεί κανείς) που εμφανίστηκε μόνος – κι αυτές μάλλον ήταν και οι τραγικότερες των εμφανίσεων του.

Πέραν τούτου – των πραγματικών, με φυσική υπόσταση εμφανίσεων του πλάνητα ανά τον πλανήτη – οι λογοτεχνικές εμφανίσεις/επιρροές που προξένησε μέσα στο χρόνο ήταν απείρως περισσότερες (ή όχι και τόσο απείρως περισσότερες τώρα που το ξανασκέφτομαι...).

Με αφορμή λοιπόν την ημέρα, σκέφτηκα να αμολήσω σε αυτή την σελίδα, τους «Δον Κιχώτες» που έφτιαξαν ποιητές στην ελληνική γλώσσα και όσους ανεμόμυλους πάρει ο χάρος.

Δεν είναι βέβαια παρόντα εδώ όλα τα ποιήματα, γιατί το πιθανότερο είναι ότι δεν τα ξέρω όλα. Θα βάλω αυτά που γνωρίζω, για την ακρίβεια αυτά που μου έρχονται τώρα στο μυαλό – είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν κι άλλα. Αν κάποιος φιλότιμος αναγνώστης που τύχει και περάσει – πλάνητας κι αυτός – από δω ξέρει κάποιο ακόμα, υπάρχει ο χώρος των σχολίων.
Βάζω λοιπόν στην κεφαλή το κράνος του Μαμπρίνου, και πάμε…

1     Ρώμος Φιλύρας, Ο Δον Κιχώτης

Στον αιώνα λαμποκοπά η μορφή σου
κι ο καγχασμός σου στο Κενό αντηχάει,
κράνος και τελαμώνες η στολή σου,
μια ειρωνεία και σ' ό,τι ξεψυχάει.

Ούτ' η ψυχή σου ξέρει την υφή σου
κι είσαι το αίνιγμα άλυτο που πάει
σε φαντασίωση, που νέα γεννάει
από το Σάντσο, το συγκρατητή σου.

Στοχαστικής μιας ασκεψίας εικόνα,
αλλόκοτης συνήθειας μεγαλείο
δεν έλυσες και μες στο πανδοχείο

της περικεφαλαίας σου τον τελαμώνα,
παράδοξης απλότητας στοιχείο
και λογισμού συνθέτουν κολοφώνα.
 -----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

2       Κώστας Ουράνης, Δον Κιχώτης

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ' άλογό του
το αχαμνό, του Θερβάντες ο ήρωας περνάει,
και πίσω του, το στωικό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτα εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…
Στο πέρασμά του απ' τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελλό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού-κι ειρωνικά γελάνε
Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:

οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε!
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

3     Κώστας Καρυωτάκης, Δον Κιχώτες

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει "δε σ' τό' λεγα;" μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: "Σάντσο, τ' άλογό μου!"

Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μιαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

Τους είδα πίσω νά' ρθουνε-παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο-
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------

4       Μάριος Μαρκίδης, Μελαγχολία του  Δον Κιχώτου

Δεν σε λανθάνει φίλε, έλεγεν εις τον πτωχόν ιπποκόμον του, ότι ο περίφημος εκείνος Αμαδέος ο Γαλάτης υπήρξεν ο τελειώτερος ίσως των πλανοδίων ιπποτών της γης. Ένας από τους ωραιοτέρους άθλους του εν λόγω Αμαδέου είναι ότι λαβών την δυστυχίαν να μην αρέση εις την ωραίαν Οριάνην, απεφάσισε να γίνει αναχωρητής εις ξηρόν απορρώγα βράχον, όπου έζησε χρόνους πολλούς εν αφάτω μελαγχολία, ο ωραίος εν Νυκτί εοικώς. Όχι όπως ο άλλος, ο Ρολάνδος, ο ουδέποτε πλήρως απογειωθείς εις τον αιθέρα της ιπποσύνης, όστις, όταν χαλεπή τη τύχη έμαθεν ότι η Αγγελική ηπίστησεν προς αυτόν και ηγάπησε τυχαίον μαρμαροτεχνίτην, εξερρίζωσε δένδρα, εθόλωσε βρύσαις, εθανάτωσε ποίμνια, επυρπόλησεν οικίας, έγινεν όλως διόλου φρενόληπτος. Άκουσε εν προκειμένω και τούτο:

Όλοι οι φίλοι κλάψτε με. Ηχώ ορθώσου!
Και αντιλαλεί μου με θρηνωδίας
το γλυκό όνομα της Γλυκερίας
της εκ Τοβόσου.

Εις το έαρ της ζωής μου (πρό χρόνου πόσου; )
έρωτος έρμαιον έγινα ελεεινό.
Μά βάλσαμο δεν στέργω, εις τόξευμα δεινό
της Γλυκερίας της εκ Τοβόσου.

Και να στοχάζομαι: δυνάστης πλήθους ανθρώπων τόσου
κι εκείνη δεν την ελύγισα την άπονη.
Ομορφιά περήφανη μα άσπλαχνη
έχει η Γλυκερία εκ Τοβόσου.

Να γκρεμίσω σπίτια; Να προσπέσω στον αδερφό σου;
βάλσαμο πάντως δεν στέργω στην πληγή μου πάνω.
Προτιμώτερο έχω ν’ αποθάνω
από το βλέμμα της Γλυκερίας  εκ Τοβόσου.

Ηχώ ορθώσου, τραγούδα τον ανεπρόκοπο σκοπό σου!
Βράχοι, δρυμώνες,
και ανθοποίκιλτοι χλωροί λειμώνες
κλάψτε το θύμα της Γλυκερίας εκ Τοβόσου.

Μωρέ Σάντσο, πολύ φοβάμαι μήπως μέσα στο σκοτάδι δεν μπορέσουμε να βρούμε το Τοβόσο.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

5       Όμηρος Μπεκές, Δον Κιχώτης

Όταν μιλώ να σκάνετε, γιατ' είστε βλάκες πρώτης!
Αγροίκοι! Όσες κι αν βλέπετε μορφές στον κόσμ' ωραίες,
για σας είναι αντικείμενα κ' είναι για μένα ιδέες!..
Ο Δον Κιχώτης είμ' εγώ, της εμορφιάς ιππότης!

Γελάτε σα με βλέπετε, και λέτε: "- Ο Δον Κιχώτης!"
Μ' ακούστε : οι κόρες του Διός, που ζουν αιώνια νέες,
εννιά για εμέ πριγκίπισσες σταθήκαν Δουλσινέες!
Τις σκλάβωσα με το σπαθί του λόγου και της νιότης!

Οικόσημά μου τα όνειρα΄μα κ' η χλομή μου η μούρη
δεν αντικρύζει, όπως εσείς, του Σάντσου το γαϊδούρι.
Τον Πήγασο με τα φτερά μπινεύω τα μεγάλα!

Κι αν θέλετε, ανεμόμυλοι, μ' εμέ να μετρηθήτε,
βροντώντας γύρω σας ρυθμούς αθάνατους θα ιδείτε
με τα ωσαννά σας να ριχτώ στα σύννεφα καβάλα!..






Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Paul Celan In Memoriam...



Paul Celan: In Memoriam...

Σαν σήμερα, 50 χρόνια πριν. Ένας σχεδόν 50χρονος άνδρας βηματίζει στο πλάι του Σηκουάνα. Και μετά ένα σάλτο. Και μετά τίποτα. Ίσως κάποιοι μικροί κυματισμοί στα νερά για κάποια λίγη ώρα. Αυτό ήταν. Τέλος.
Ήταν από τους μεγαλύτερους ποιητές. Όλων των εποχών και όλων των λογοτεχνιών. Για χίλιους λόγους αλλά θα αρκούσε μονάχα ένας: Ο Paul Celan έφτιαξε την δική του γλώσσα (ναι, δεν είναι ο μόνος, αλλά είναι ένας από εκείνους τους λίγους). Σε πρώτη ματιά φαίνεται να γράφει στα γερμανικά, αλλά τα γερμανικά του Τσέλαν είναι τα γερμανικά του Τσέλαν, δεν είναι τα γερμανικά κανενός άλλου. Έχουν πει ότι είναι ο πιο δυσκολομετάφραστος ποιητής, κάποιοι λένε ότι είναι αδύνατον να μεταφραστεί. Το πιστεύω. Όπως πιστεύω κι αυτό που είπε ο Τζώρτζ Στάινερ για τον Τσέλαν, ότι δηλαδή "ο ίδιος ο Τσέλαν μετέφραζε τον εαυτό του στην γλώσσα του πρωτοτύπου". Ο Τσέλαν όπως κι ο Τρακλ εξακτίνησαν την ανθρώπινη γλώσσα (και όχι μόνο την γλώσσα στην οποία έγραψαν) σε άλλη διάσταση, σε άλλες σφαίρες.
Η ποίηση του έρχεται από αλλού γιατί και η γλώσσα του έρχεται από αλλού. Που πάει όμως; Εκεί που πάει κάθε μεγάλη ποίηση: Που; Μα μην επιμένετε, δεν ξέρω...
Ο ποιητής Εβραίος στην καταγωγή, έζησε όλη τη ναζιστική φρίκη, οι γονείς του εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το διάσημο ποίημα του "η Φούγγα του θανάτου" μιλάει ακριβώς γι' αυτά τα πράγματα (και φυσικά όχι μόνο, όπως κάθε μεγάλο ποίημα). Για το σημερινό μικρό μνημόσυνο εγώ θα επιλέξω όμως ένα άλλο, το ποίημα με τον τίτλο:


Ψαλμός
Κανένας δεν μας πλάθει ξανά από
χώμα και πηλό,
κανένας δεν ευλογεί τη σκόνη μας.
Κανένας.

Δόξα σοι ο Κανένας
Για την αγάπη σου θέλουμε
ανθίσει.
Σ’ εσέναν
απέναντι.

Ένα Τίποτα
ήμαστε, είμαστε, για πάντα
θα μείνουμε, που ανθίζει:
του Τίποτα, του
Κανενός το ρόδο.


το στύλο φως ψυχής,
το στήμονα έρημο ουρανού,
τη στεφάνη κόκκινη
από τη λέξη πορφύρα, που τραγουδούσαμε
πάνω, ω πάνω

απ’ τ’ αγκάθι.

(η μετάφραση είναι του Χρήστου Λάζου)

Ο Paul Celan πριν από εκείνο το σάλτο στον Σηκουάνα, είχε κερδίσει ήδη την μοναδική αθανασία που μπορεί να κερδίσει ο άνθρωπος.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

παρά ...μύθοι







παρά ...μύθοι
Κυλάει αργά αυτό το παραμύθι
δίχως ρηγάδες δίχως λυγμούς
κυλάει αργά αυτό το παραμύθι
χωρίς εντάσεις χωρίς ρυθμούς
 --------------------------------------------------------
κυλάει αργά αυτό το παραμύθι
σαν κάποιος θέλει να μας αποκοιμίσει
κυλάει αργά κι από θανάτους βρίθει
κι ούτε στο τέλος θα τους αποτιμήσει
 --------------------------------------------------------
δεν έχει δράκο, ούτε και πρίγκιπα
καμιά νεράιδα φωτερή να μας πλανέψει
δεν έχει φίλτρα μαγικά, νερά αθάνατα
κανέναν πεθαμένο ν’ αντρειέψει
 --------------------------------------------------------
κυλάει αργά, αργά σαν το ποτάμι
που έχει χάσει πλέον την ορμή
κι όσοι το ακούμε αφόρητη πλήξη
μας έχει βαρύνει μες την ψυχή




(Ηράκλειο 1998)

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

«δημοκρατία»



Η «αστική δημοκρατία» αυτή η ιέρεια του καπιταλισμού, μπογιαντισμένη και σοβαντισμένη, μετατρέπει την ζωή σε επιβίωση για τους πιο τυχερούς και σε θάνατο για τους πιο άτυχους. Κάποιοι ίσως νομίζουν πως θα βρουν τη λύση εντός της, μα εντός της μόνο "κουρσάρων ξίφη". Και όχι, δεν θα μπω φυσικά σε καμιά διαδικασία να την συγκρίνω με τα χειρότερα απ’ αυτήν που όντως υπάρχουν. Μα εμείς θέμε τη ζωή ολόκληρη και για όλους. Γραμμένο τον Απρίλιο-Μάιο  του 2001 στο Ηράκλειο, αν και αυτό μάλλον δεν έχει σημασία καθώς θα μπορούσε να είναι γραμμένο οποτεδήποτε, οπουδήποτε.


"δημοκρατία..."

Σαν τ’ αλογάκι που οι Δαναοί
Προσφέρανε στους Τρώες δώρο
Έχω και ‘γω στο κούφιο μου κορμί
Για τους φονιάδες κρύψει χώρο
----------------------------------------------------
Ζητωκραυγές, επευφημίες, χαρά πλέρια
Η άφιξη μου έχει προκαλέσει
Και ‘σεις με σηκωμένα χέρια
Στέρεα μου στήσατε μια θέση
----------------------------------------------------
Δεν ήρθα εδώ με τόξα και μαχαίρια
Μόνο τα μέσα αλλάζουν στους καιρούς
Φέρνω γιορτές, σας έταξα τ’ αστέρια!
Απ’ τα μανίκια μου βγάζω θεούς!
----------------------------------------------------
Δούρειος ίππος είμαι και ‘γω
Στη θέα μου παραληρούν ματωμένα πλήθη
Ξύλινο άλογο έχουν οδηγό
Που κρύβει εντός του κουρσάρων ξίφη
-------------------------------------------------------
Σεις, υπηρέτες της «δημοκρατίας»
Συ, «λεύτερη» μες τα δεσμά ζωή
Πόσο μ’ αρέσει να φυσάω στο πρόσωπο σας
Τούτη μου τη θανατερή πνοή




Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

πέντε μικρά ποιήματα






Nobody’s fault but mine
Ο Blind Willie Johnson διακονεί την κακή του μοίρα
με μια άγρια εγκαρτέρηση που δεν υπάρχει λέξη να την σηκώσει.
Εγώ πάλι τα σφάλματα δεν θα τα δεχτώ δικά μου
Έτσι κι αλλιώς η ιδιοκτησία είναι κλοπή


Luna, Άρτεμη, Μπίρμπα
Την έλεγαν Luna. Την σκότωσαν στο δρόμο, ένα μεσημέρι του Μάρτη.
Το κορμί της ακόμα ζεστό, άφησε στα χέρια μου την αφή του θανάτου.
Την έλεγαν Άρτεμη. Την σκότωσαν οι μεγάλοι μαύροι κάπροι. Tην γευμάτισαν.
Την λένε Μπίρμπα. Ποιος ξέρει από πόσους  θανάτους μας έχει γλιτώσει ως τώρα…
Ποιος ξέρει πόσους θανάτους ακόμα αντέχει…

οχτώ
Το 8 είναι ένα όρθιο άπειρο. Κάποια στιγμή θα βαρεθεί και θα πέσει.

  
πλήρωση
Η ψυχή του δεν ήταν απ’ αυτές που γαληνεύουν
ούτε κι ο ίδιος την γαλήνη επιζητούσε
στην ταραχή μέσα, στην άγρια τρικυμία
εκεί πληρώνονταν

 φύγαμε…
Κι έτσι μια μέρα φύγαμε
χωρίς προορισμό και χωρίς μπαγκάζια
Φορτωμένοι μονάχα ό,τι και όσα μας σμίλεψαν,
φτερά και βαρίδια…
Μ’ αυτά πάμε