Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Σαν σήμερα, 29 Απριλίου (του μήνα
του σκληρού; ) του 1863 γεννήθηκε και σαν σήμερα, 29 Απριλίου του 1933, σε
ηλικία ακριβώς 70 χρονών πέθανε ο μεγαλύτερος ποιητής που έγραψε ποτέ στην
ελληνική γλώσσα – τουλάχιστον μέχρι σήμερα, αν και μπορώ να ρισκάρω την πρόβλεψη
πως δεν διαφαίνεται στο ορατό μέλλον πολύ πιθανή η εμφάνιση ανάλογης
περίπτωσης, που να δημιουργήσει τέτοιου τύπου έργο – ο Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης.
Η περίπτωση του, απολύτως ξεχωριστή
στην ελληνική ποίηση: Ο Καβάφης δημιούργησε την δική του γλώσσα, το δικό του
ύφος, την δική του θεματική, φτιάχνοντας μια μοναδική ποιητική περιοχή.
Δεν ήταν κάτι εύκολο, δεν ήταν
κάτι που έγινε έτσι απλά. Απαιτήθηκε αγώνας, απαιτήθηκε «συμμόρφωση» (σε πολλά
εισαγωγικά η λέξη) της ζωής του ποιητή με τις απαιτήσεις του ποιητικού του έργου
στο οποίο – ειδικά από ένα σημείο του βίου του και μετά – δόθηκε ολόψυχα.
Τα πρώτα ποιήματα του – αυτά που
θα αποκηρύξει μετά – δεν ομοιάζουν καθόλου με αυτά που αποτέλεσαν εν τέλει το
απόσταγμα του έργου του ποιητή, τα 154 ποιήματα του, αυτά που ο ίδιος ο ποιητής
επέλεξε να είναι το έργο της ζωής του. Ο Καβάφης αγωνίστηκε πολύ και με
συνέπεια και με κόστος για να δημιουργήσει αυτήν την πρωτότυπη ποιητική
περιοχή, να βρει την γλώσσα και το ύφος του, αλλά και την κοινή γραμμή που
δίνει ενότητα στο έργο του.
Τα πρώτα χρόνια του 20ου
αιώνα, με τον Καβάφη σχεδόν 40 χρονών, αρχίζει να συντελείται σιγά σιγά η αλλαγή,
αρχίζουν να χαράζονται οι νέες διαδρομές. Το 1907 γίνεται η εγκατάσταση στο
περίφημο σπίτι της οδού Λέψιους που γίνεται το εργαστήριο του Καβάφη. Εκεί
μέσα, δημιουργείται ο Καβαφικός ποιητικός κόσμος. Όπως το γράφει πολύ όμορφα σε
ένα κριτικό του σημείωμα ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «…(το έργο του Καβάφη)
εκτοξευόταν από την οδό Λέψιους με την μορφή συστημένων, ονομαστικών
προκηρύξεων».
Η τομή του 1911 θα ολοκληρώσει
την στροφή προς αυτό που σήμερα ξέρουμε και λογίζεται ως Καβαφικό έργο, ενώ στα
1922 αφήνει και την δουλειά του – παρά την επικείμενη προαγωγή – για να αφοσιωθεί
πλήρως στην ποίηση. Τα αποκηρυγμένα του, μπορεί να έχουν αξία για τον μελετητή
που θέλει να γνωρίσει όλη την πορεία μέχρι την δημιουργία αυτής της ξεχωριστής
ποιητικής επικράτειας, όμως από την άλλη δεν παύει να είναι αυτό που λέει
ακριβώς η λέξη: «αποκηρυγμένα», δηλαδή κομμάτι του έργου που δεν αναγνωρίζει ως
τέτοιο ο ίδιος ο ποιητής. Κατ’ εμέ το ίδιο ισχύει και για τα λεγόμενα «κρυμμένα».
Είναι προφανές ότι έμειναν κρυμμένα γιατί έτσι το θέλησε ο ίδιος. Επομένως το
Καβαφικό έργο είναι ακριβώς αυτά τα 154 ποιήματα που ο ίδιος ο Καβάφης ενέκρινε
ως σώμα της ποίησης του. Μόλις 154 ποιήματα για έναν ποιητή που έζησε 70 χρόνια!
Αυτό αποτελεί από μόνο του μια στάση ζωής ως προς την τέχνη και ταυτόχρονα αποτελεί
και μια ιδιότυπη «κριτική της ποίησης». «Να φοβάσαι τους μεγάλους τόμους στην
ποίηση. Μείνε μακριά τους» έλεγε κάποιος – που δεν θυμάμαι τώρα ποιος.
Δεν θα ξεχάσουμε βέβαια την
πολεμική που δέχθηκε από τον περιβόητο πυρήνα της «γενιάς του ‘30» (αυτούς που
όλους μαζί τους χαρακτήρισε και τους χάραξε πάνω στην ανεξίτηλη πέτρα της ποίησης
ως «κατσιμπαλήδες» ο Μίλτος Σαχτούρης όταν αποχαιρετούσε τον Νίκο Καρούζο), οι
οποίοι είχαν λυσσάξει εναντίον του, όπως ακριβώς και εναντίον του άλλου μεγάλου
της ελληνικής ποίησης του Κώστα Καρυωτάκη.
Το σημερινό αφιέρωμα στην μνήμη
του μεγάλου ποιητή Καβάφη, θα είναι αναπόφευκτα μικρό, καθώς θα ήταν ούτως ή
άλλως παράλογο να ζητήσει κανείς από μένα μια πλήρη κριτική ενός τόσο πλούσιου
έργου, ενός έργου με τόση μεγάλη ευρύτητα για το οποίο οι κριτικές μελέτες που
έχουν δημοσιευτεί είναι εκατοντάδες (ίσως και χιλιάδες) και όχι μόνο στην
Ελλάδα φυσικά. Ενός έργου εν τέλει το οποίο έχει επηρεάσει λογοτέχνες από πολλές
χώρες. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε δουλειά πολλών χρόνων και δεν ξέρω καν αν θα
είχα την δυνατότητα να το κάνω – αν και υποψιάζομαι πως όχι. Στα σχεδόν 30 χρόνια
που έχουν περάσει από τότε που πρωτογνώρισα το Καβαφικό έργο και με το οποίο
έκτοτε έχω μια συνεχή συζήτηση, ουδέποτε ως τώρα μου πέρασε από το μυαλό να
κάνω μια συνολική και πλήρη κριτική (μονάχα σε μεμονωμένα ποιήματα έχει συμβεί
αυτό και κατά το πλείστο σε συζητήσεις, προφορικά δηλαδή, χωρίς scripta manent).
Επομένως το καλύτερο είναι να μιλήσει
ο ίδιος ο ποιητής μέσω των ποιημάτων του. Επέλεξα λοιπόν μερικά ποιήματα – όχι αυτά
που θα λέγαμε πως είναι τα πιο ευρέως γνωστά του, ακριβώς για τον λόγο ότι
είναι ήδη πολύ γνωστά – με τα οποία θα κλείσει αυτό το μικρό αφιέρωμα στην μνήμη
του.
Ας ξεκινήσουμε με το «Νέοι της Σιδώνος
(400 μ.Χ)», μια αριστουργηματική καβαφική σύνθεση, που φυσικά ακροβατεί πάνω
στο ρευστό ζύγι της καβαφικής ειρωνείας:
«Νέοι τῆς Σιδῶνος (400
μ.Χ.)»
Ὁ ἠθοποιός πού ἔφεραν γιά νά
τούς διασκεδάσει
ἀπήγγειλε καί μερικά ἐπιγράμματα
ἐκλεκτά.
Ἡ αἴθουσα ἄνοιγε στον κῆπο ἐπάνω
κ’ εἶχεν μιάν ἐλαφρά εὐωδία ἀνθέων
πού ἑνώνονταν μέ τά μυρωδικά
τῶν πέντε ἀρωματισμένων
Σιδωνίων νέων.
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, καί
Κριναγόρας, καί Ριανός.
Μά σάν ἀπήγγειλεν ὁ ἠθοποιός,
«Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον
τόδε κεύθει –»
(τονίζοντας ἴσως ὑπέρ τό δέον
τό «ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον», τό
«Μαραθώνιον ἄλσος»),
πετάχθηκε εὐθύς ἕνα παιδί
ζωηρό,
φανατικό γιά γράμματα καί
φώναξε
«Ἆ δέν μ’ ἀρέσει τό
τετράστιχον αὐτό.
Ἐκφράσεις τοιούτου εἴδους
μοιάζουν κάπως σάν λιποψυχίες.
Δῶσε -κηρύττω- στό ἔργον σου ὅλην
τήν δύναμί σου,
ὅλην τήν μέριμνα, καί πάλι τό ἔργον
σου θυμήσου
μές στήν δοκιμασίαν, ἤ ὅταν ἡ ὥρα
σου πιά γέρνει.
Ἒτσι ἀπό σένα περιμένω κι ἀπαιτῶ.
Κι ὄχι ἀπ’ τόν νοῦ σου ὁλότελα
νά βγάλεις
τῆς Τραγωδίας τόν Λόγον τόν
λαμπρό –
τί Ἀγαμέμνονα, τί Προμηθέα
θαυμαστό,
τί Ὀρέστου, τί Κασσάνδρας
παρουσίες,
τί Ἑπτά ἐπί Θήβας – καί γιά
μνήμη σου νά βάλεις
μ ό ν ο πού μές στῶν στρατιωτῶν
τές τάξεις, τόν σωρό
πολέμησες καί σύ τόν Δᾶτι καί
τόν Ἀρταφέρνη.»
Ο Καβάφης τους νέους των
ποιημάτων του, τους θέλει νέους. Δεν θέλει να τους κεράσει με την βαριά προίκα
των γηρατειών. Έτσι αναπόφευκτα πεθαίνουν νέοι όλοι τους, 30 χρονών το πολύ. Ένα
μικρό αριστούργημα το παρακάτω, ένα πανέμορφο «άγαλμα λόγου»:
«Εν τω Μηνί Αθύρ»
Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Aθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω — σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Aθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.
Ο ίδιος ο ποιητής τα γηρατειά δεν
τα απόφυγε. Μα εκείνα δεν αντέχονται. Κι έτσι προσφεύγει – ή μάλλον καταφεύγει
- σε αρχαίους μάγους. Να κάνουν τι; Μα
να φτιάξουν γιατρικό, απόσταγμα. Να τον γυρίσει πίσω, όταν αυτός ήταν – τι άλλο;
- 23 χρονών! Όμως δεν φτάνει μόνο αυτό, το θαυματουργό απόσταγμα θα πρέπει και
τον φίλο του να γυρίσει πίσω, που τότε ήταν 22 χρονών. Και πώς αλλιώς;
Θαυματουργό μαντζούνι είναι άλλωστε, ότι θέλει κάνει, να επιστρέψει και την
κάμαρα εκείνη πίσω, την ίδια εκείνη ερωτική κάμαρα ώστε να ολοκληρωθεί πλήρης
κι ακέραιη μέσα στο χρόνο η αναδρομή. Διότι μόνο όταν όλα γίνουν όπως τότε, θα επουλωθεί
η πληγή:
«Κατά τες συνταγές αρχαίων
Eλληνοσύρων μάγων»
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται
από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας
αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες
συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων
καμωμένο
που για μια μέρα (αν
περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή
και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να
με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι
δυο του χρόνια
να με φέρει ξανά— την εμορφιά
του, την αγάπη του.
»Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται
κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων
καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να
επαναφέρει.»
Φυσικά υπάρχει κι άλλος τρόπος
παρηγοριάς, όταν κανείς αμετάκλητα γεράσει και εφόσον οι αρχαίοι μάγοι κωφεύουν
στις παρακλήσεις του για θαυματουργά αποστάγματα βοτάνων που νικούν το χρόνο.
Τι άλλο μπορεί να νικήσει τον χρόνο; Μα η τέχνη. Η ίδια η ποίηση. Ο γέρος
ποιητής λοιπόν ανακαλύπτει πώς έχει ακόμα μερτικό στα νιάτα – όχι συχνά βέβαια,
σπανίως, ίσως πολύ σπανίως, όμως έχει:
«Πολύ σπανίως»
Είν’ ένας γέροντας.
Εξηντλημένος και κυρτός,
σακατεμένος απ’ τα χρόνια, κι
από καταχρήσεις,
σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το
σοκάκι.
Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του
να κρύψει
τα χάλια και τα γηρατειά του,
μελετά
το μερτικό που έχει ακόμη
αυτός στα νειάτα.
Έφηβοι τώρα τους δικούς του
στίχους λένε.
Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν
η οπτασίες του.
Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,
η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα
των,
με την δική του έκφανσι του
ωραίου συγκινούνται.
Αυτός ο υπέροχος στίχος «με την
δική του έκφανσι του ωραίου» είναι κομβικός στον Καβάφη. Η δημιουργία μιας – ας
την πούμε έτσι – δικής του, προσωπικής αισθητικής η οποία θα διατρέχει και θα
ορίζει όχι μόνο τον βίο αλλά και την τέχνη του, όχι μόνο την τέχνη του αλλά και
τον βίο του, υπήρξε θεμελιώδες ζήτημα για τον Καβάφη διαμέσου του οποίου
δημιουργήθηκε ο δικός του ποιητικός χώρος. Κάποτε μάλιστα το ζήτημα της Αισθητικής
φτάνει να ταυτιστεί με το ζήτημα της Ηθικής (προφανώς δεν εννοώ την λέξη με την
τρέχουσα – με την κάθε τρέχουσα – έννοια της). Ο ακαλαίσθητος, είναι ανήθικος,
είναι διεφθαρμένος, είναι μπαγαπόντης. Διότι το ωραίο στον Καβάφη δεν εξαντλείται
φυσικά στην οπτική παρατήρηση. Διατρέχει το βάθος των πραγμάτων, διαπερνά και
διαμορφώνει την ουσία τους, είναι ο πυρήνας της τέχνης και της ζωής.
«Εύνοια του Αλεξάνδρου
Βάλα»
Α δεν συγχίζομαι που έσπασε
μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μια
αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά, και μες στα
ωραία ρόδα
τη νύχτα θα περάσω. Η
Αντιόχεια με ανήκει.
Είμαι ο νέος ο πιο δοξαστός.
Του Βάλα είμ’ εγώ η αδυναμία,
ο λατρευτός.
Αύριο, να δεις, θα πουν πως ο
αγών δεν έγινε σωστός.
(Μα αν ήμουν ακαλαίσθητος, κι
αν μυστικά το είχα προστάξει –
θάβγαζαν πρώτο, οι κόλακες,
και το κουτσό μου αμάξι).
Άφησα για το τέλος ένα
αριστούργημα, τον «Μύρη»:
"Μύρης Αλεξάνδρεια του
340 μ.Χ."
Την συμφορά ὅταν ἔμαθα, πού ο
Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του, μ’ ὅλο πού
τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν Χριστιανῶν
τά σπίτια,
πρό πάντων ὅταν ἔχουν θλίψεις ἤ
γιορτές.
Στάθηκα σέ διάδρομο. Δέν θέλησα
νά προχωρήσω πιό ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου
μ’ ἔβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ
δυσαρέσκεια.
Τόν εἴχανε σέ μιά μεγάλη
κάμαρη
πού ἀπό τήν ἄκρην ὅπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι∙ ὅλο τάπητες
πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ.
Στέκομουν κ’ ἔκλαια σέ μιά ἄκρη
τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν που ἡ
συγκεντρώσεις μας κ’ ἡ ἐκδρομές
χωρίς τόν Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν
πιά∙
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά
τόν δῶ
στά ωραῖα κι ἄσεμνα ξενύχτια
μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί
ν’ ἀπαγγέλλει στίχους
μέ τήν τελεία του αἴσθησι τοῦ ἑλληνικου
ρυθμοῦ∙
καί σκέπτομουν πού ἔχασα γιά
πάντα
τήν ἐμορφιά του, πού ἔχασα γιά
πάντα
τόν νέον πού λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά
μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἔζησε –
στά χείλη του διαρκῶς τ’ όνομα
τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἕναν
σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ἱερεῖς, κ’
ἔλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν,
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν
θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβάιως, πού ο
Μύρης ἦταν Χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὥρα τό
γνωρίζαμε, ὅταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε
μπεῖ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὅλους μας πιό ἔκδοτος στές
ἡδονές∙
σκορπώντας αφειδῶς τό χρῆμα
του στές διασκεδάσεις.
Γιά τήν ὑπόληψι τοῦ κόσμου
ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιες
ρήξεις στές ὁδούς
ὅταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα.
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δεν
μιλοῦσε.
Μάλιστα μιά φορά τόν εἴπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζύ μας
στο Σεράπιον.
Ὅμως σάν νά δυσαρεστήθηκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό:
θυμοῦμαι τώρα.
Ἆ κι ἄλλες δυό φορές τώρα στόν
νοῦ μου ἔρχονται.
Ὅταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε
σπονδές,
τραβήχτηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας,
κ’ ἔστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὅταν ἐνθουσιασμένος ἕνας μας
εἶπεν, Ἡ συντροφιά μας να’ ναι
ὑπό
τήν εὔνοιαν καί τήν προστασίαν
τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος –
ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἄλλοι δέν ἄκουσαν) «τῆ ἐξαιρέσει
ἐμοῦ».
Οἱ Χριστιανοί ἱερεῖς
μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν.
–
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ τί προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας
τους, ἑτοιμάζονταν
ὅλα για την χριστιανική
κηδεία.
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσε μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις. Ἀόριστα, αἰσθανόμουν
σάν νά ‘φευγεν ἀπό κοντά μου ὁ
Μύρης∙
αἰσθανόμουν πού ἑνώθη,
Χριστιανός,
μέ τους δικούς του, καί πού
γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ
ύ∙ ἔνοιωθα κιόλα
μιά ἀμφιβολία νά μέ σιμώνει:
μήπως κ’ εἶχα γελασθεῖ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ
α τοῦ ἤμουν ξένος. –
Πετάχτηκα ἔξω απ’ τό φρικτό
τους σπίτι,
ἔφυγα γρήγορα πρίν ἁρπαχθεί,
πρίν ἀλλοιωθεῖ
ἀπ’ την χριστιανοσύνη τους ἡ
θύμηση τοῦ Μύρη.