Άι Χάρλεμ απειλημένο από ένα πλήθος ρούχα
ακέφαλα!»
(Ο βασιλιάς του Χάρλεμ (αποσπάσματα))
Ούτε όταν ο
ποιητής φεύγει στην εξοχή, κοντά στην πόλη, δεν τον εγκαταλείπει το κυρίαρχο
συναίσθημα. Παρότι τα πράγματα εκεί είναι πιο κοντά στην ψυχή του, ο θάνατος
είναι πανταχού παρόν. Πρόκειται για την ενότητα «Στην καλύβα του αγρότη (πεδιάδα
του Νιούμπουργκ). Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Κορίτσι πνιγμένο
στο πηγάδι (Γρανάδα και Νιούμπουργκ)». Όπως χαρακτηριστικά φαίνεται από τον
υπότιτλο, ο ποιητής ανακαλεί μια παρόμοια εμπειρία από την Γρανάδα, πράγμα που
στην δική μου την σκέψη είναι σαφής ένδειξή ότι έστω και υποσυνείδητα ο ποιητής
αναγνωρίζει την καθολικότητα των όσων περιγράφει. Η Νέα Υόρκη είναι το μεγάλο
σύμπτωμα, όμως η «αρρώστια» απλώνεται παντού.
«Την ώρα που το πλήθος ψάχνει του μαξιλαριού
σιωπές,
εσύ για πάντα πάλλεις, στο δαχτυλίδι σου
κλεισμένη,
…που δε βρίσκει διέξοδο».
(Κορίτσι πνιγμένο στο πηγάδι (Γρανάδα και
Νιούμπουργκ) απόσπασμα)
Η επόμενη
ενότητα φωνάζει δια του τίτλου της: «Εισαγωγή στο θάνατο (ποιήματα της μοναξιάς
στο Βέρμοντ)» ότι ο Λόρκα έχει μπει για τα καλά πια στην χώρα των νεκρών.
Καταδύεται
στη ίδια Κομάλα, στην ίδια Μέδια Λούνα στην οποία θα ζήσει τους ζωντανούς και
ονειρώδεις εφιάλτες του ο Χουάν Πρεσιάδο μερικές δεκαετίες μετά:
«Για να δω πως όλα έχουνε φύγει
δωσ’ μου τον άδειο κόσμο σου, αγάπη μου!
Μέσα σου, αγάπη μου, στη σάρκα σου,
Τι σιωπή από εκτροχιασμένα τρένα!
Τι χέρι από μούμια ανθισμένο!
Τι ουρανός αδιέξοδος, αγάπη μου, τι ουρανός!»
(Νυχτωδία του κενού (απόσπασμα))
Ακολουθεί η
επιστροφή στην πόλη, και η ομώνυμη ενότητα ποιημάτων, όπου ο λόγος είναι
περισσότερο καταγγελτικός. Ο Λόρκα έχει μυρίσει τον θάνατο, τον έχει ακουμπήσει,
τον έχει γευθεί. Τώρα κεραυνώνει τις αιτίες με πιο ευθύ τρόπο. Και είναι
ξεκάθαρο νομίζω αυτό που καταγγέλει:
«Σ’ όλο τον κόσμο καταγγέλλω
Που αγνοεί το άλλο μισό,
Το ανεξαγόραστο μισό
Που υψώνει τα βουνά του από τσιμέντο
Όπου χτυπάνε οι καρδιές
Απ’ τα ζωάκια που ξεχνιούνται
Κι όπου θα πέσουμε όλοι μας
Στην έσχατη γιορτή των τρυπανιών»
(Νέα Υόρκη (Γραφείο και καταγγελία) απόσπασμα)
Ακολουθεί η
ενότητα «Δύο Ωδές» («Κραυγή ως τη Ρώμη» και «Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν») και στην
συνέχει η ενότητα «Φυγή από την Νέα Υόρκη»
για να καταλήξει στην ενότητα «Ο ποιητής φθάνει στην Αβάνα» όπου περιέχεται
το ποίημα «Λαϊκό τραγούδι των Νέγρων στην Κούβα». Το εκρηκτικό σπανιόλικο –
νέγρικο μείγμα, είναι σαφώς εγγύτερο στο μέσα του Λόρκα και έτσι ο ποιητής
ξεδίνει
«Όταν θα ‘ρθει η πανσέληνος
Θα πάω στο Σαντιάγκο της Κούβας,
Θα πάω στο Σαντιάγκο…»
Πανηγυρίζει,
αλλά… είναι φανερό στον αναγνώστη πώς ακόμα και κάτω από τους στίχους αυτού του
ποιήματος κυλάει το μαύρο ποτάμι.
Η συλλογή ουσιαστικά
τελειώνει εδώ, αν και η υπέροχη δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Σμίλη που
διαθέτω (σε μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη) περιέχει και την ενότητα «Γη και Σελήνη» όπως
επίσης περιέχει και το κείμενο της διάλεξης που έδινε ο Λόρκα για 3 χρόνια σχετικά
με την συλλογή, καθώς και τις φωτογραφίες από την Νέα Υόρκη όπου σε καθεμιά
είχε επιλέξει και ένα απόσπασμα από τα ποιήματα. Μια πραγματικά υπέροχη έκδοση
που δυστυχώς από την έρευνα που έκανα έχει εξαντληθεί (γενικά δεν βρήκα μετάφραση
της συλλογής στα ελληνικά που να κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή). Στο παρόν κείμενο
χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις του Βασίλη Λαλιώτη από αυτή την έκδοση.
Θεωρώ πως
το «Ποιητής στην Νέα Υόρκη» δεν έχει βρει ακόμα την θέση που του αξίζει στην
παγκόσμια λογοτεχνία αλλά ίσως ούτε και στην βιβλιογραφία του Λόρκα, αν και χρόνο
με το χρόνο κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Όπως συνήθως συμβαίνει με τα
έργα που υπήρξαν μπροστά από την εποχή τους και λειτουργούν ως υλικά βραδείας καύσης
και μακριάς διάρκειας.
Το παρόν
κείμενο δεν διεκδικεί και δεν είναι τίποτα άλλο από μερικές σκέψεις πάνω στις επανειλημμένες
και επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις της συλλογής μέσα σε μια 20ετία και δεν έχει
άλλο κίνητρο από την αγάπη προς την ποίηση και τον ποιητή.