Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Cannibal



Cannibal

Ποια θλίψη ναυπηγεί το καράβι
που σώζει και πνίγει τους Ισμαήλ και τους Καίσαρες;
Ποιο σπαθί λυτρώνει και σφάζει
τους Αίαντες και τους Κάτωνες;

Στο φέρετρο του κανιβάλου σώζεσαι
                     πάνω στο πτώμα του επιπλέεις
                     τα σκουλήκια τρώνε τους μασητήρες μύες και τους αγκιστρογναθικούς 
                      συνδέσμους του
                                   
                                  και η ροή του αίματος σου ζωντανεύει

Ωστόσο, το κουφάρι αυτό είναι μέσα σου
Καλή χώνεψη!

(Ανώγεια, Γενάρης 2020)




Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Φονικό




Φονικό

Είχαν ζήσει χρόνια μαζί.
Από ένα σημείο της ζωής τους και μετά, ήταν σχεδόν αχώριστοι.
Κάποιοι τους μπέρδευαν μεταξύ τους.
Δεν ήταν  λίγες οι φορές που ένας περαστικός τον είχε φωνάξει με το όνομα του άλλου.
Κι όχι μόνο τούτο. Συνέβαινε καμιά φορά και το άλλο, το ακόμα πιο περίεργο:
Αρκετοί να γνωρίζουν μόνον αυτόν και όχι εκείνον.
Είχε αποφασίσει πως δεν πάει άλλο πια.
 Ένα βράδυ δείπνησαν μαζί.
Μερικές σελίδες μετά, τον σκότωσε.

                                                                                 (Ανώγεια, Φθινόπωρο 2016)


Μέρες …γιορτής




Μέρες …γιορτής
Σβήνουν αργά καπνίζοντας οι μέρες
Η γιορτή μου πια τελειώνει
Οι εμμονές μου κυνηγάνε σαν εταίρες
Έναν πελάτη να πληρώνει
--------------------------------------------------------
Πάψαν τα λόγια ένα – ένα
Η σιωπή απλώνει
Μα ν’ αγκαλιάσει, σώμα πια κανένα
Σ’ αυτή την άδεια γη δεν ανταμώνει
--------------------------------------------------------
Τα βήματα μου πλέον ορισμένα
Σε ράγες πάνω σαν καμιόνι
Μακριά θε να ξεφύγω απελπισμένα
Μα με κρατά σφιχτά η αγχόνη
-----------------------------------------------------
Σκέψεις και σχέδια απατημένα
Κι εκεί απάνω σιγολιώνει
Απ’ εκδοχή απελπισίας ιδωμένα
Κρότος βουβός που με παγώνει


(Δεκέμβρης 1999, στ’ Ανώγεια)




Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Σαγκάη




ΣΑΓΚΑΗ




Σαγκάη
Θηριώδες κάλεσμα!

Ένα μικρό παιδί
κρατά στα χέρια του παγωνιά
πλημμύρισαν οι δρόμοι σου σκοτάδι
τύλιξε το κορμί σου η άσπρη φλόγα
          κοιμήθηκε στο ξερό τσιμέντο η μνήμη

Λαθεμένη πορεία
δρόμοι ασφυκτικά γεμάτοι
δεν οδηγούνε πουθενά
-          που είναι η πόλη στη θάλασσα;

'Ασκοπη παλινδρομική κίνηση
η ζωή των ανθρώπων

Κοιμήσου Σαγκάη
το βαθύ σου ύπνο
κοιμήσου στης αρμύρας την κόψη
κοιμήσου πόλη στη θάλασσα
τον ύπνο με τις Ερινύες

Τα στάχυα στα χωράφια σου
Ξεριζωμένα




(Η πρώτη γραφή του στιχουργήματος αυτού χρονολογείται την άνοιξη του 2000, είκοσι χρόνια πριν. Το αρχικό χειρόγραφο ήταν 3 σελίδες Α4. Ακολούθησαν σχεδιάσματα επί σχεδιασμάτων, όπου σαν χειρούργος πετσόκοβα συνεχώς και κάθε φορά κάτι - από πολύ έως λίγο - από το σώμα του ποιήματος. Το τελευταίο - 8ο; - σχεδίασμα έγινε το καλοκαίρι του 2005 και από τότε άφησα αυτό το ταλαιπωρημένο από τις συνεχείς επεμβάσεις "παιδί" στην ησυχία του. Σήμερα ήρθε η ώρα να πάρει και εξιτήριο από το συρτάρι μου. Ας πάει στο καλό. Όσο για την επιλογή της πόλης, ναι μεν θα μπορούσαν να είναι και άλλες πολλές στην θέση της, όμως δεν έγινε εντελώς τυχαία. Ας πω μόνο ότι με εξιτάρει η σημασία του ονόματος της, με την οποία "παίζω" και μέσα στο ποίημα: "Πόλη στην θάλασσα". Ίσως υπάρχουν κι άλλοι λόγοι...).



Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Περούκες


Ένα μικροδιήγημα αυτή τη φορά, γραμμένο πριν τρία χρόνια ακριβώς, τον Μάρτη του 2017



Περούκες
Ξύπνησα. Ήταν ακόμα σκοτεινά. Η βροχή είχε μια έντονη συνομιλία με τα τζάμια. Καφές. Το άρωμα του κατέλαβε το χώρο. Ετοιμάστηκα γρήγορα. Πήρα μαζί μου μια συλλογή διηγημάτων του Ίβο Άντριτς, το βιβλίο του Τάρας για το τουρνουά της Αγίας Πετρούπολης του 1914 και το “Γλωσσικό Πλέγμα” του Πάουλ Τσέλαν. Προβλέπονται αναμονές σε αυτούς τους χώρους και δεν τις αντέχω. 
Στην διαδρομή η ομίχλη, ο σκοτεινός καιρός και ο Στίβι Ρέι Βον συντονίστηκαν απόλυτα με το γνωστό μου σύμπαν εκείνων των στιγμών.
Έφτασα. Το περιβάλλον μουντό, βαρύ σαν καθεστώς, επιβάλλονταν με τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Αυτό ακριβώς που περίμενα. Οι άνθρωποι όμως όχι. Δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενα. Έδιναν έναν τόνο ευχάριστο μέσα στο χώρο, ως να τον αγνοούσαν. Απέπνεαν μια διάθεση ζωής. Έμοιαζαν να αδιαφορούν εντελώς για το γεγονός πως το φέουδο εκείνο το διαφέντευε με συντριπτικά ποσοστά κατοχής ο θάνατος.
Αναμονή. Όπως αναμενόταν. Άρχισα με τον Τάρας. Θυμήθηκα ξανά την τρομερή απόδοση του Λάσκερ στην τελική φάση του τουρνουά. Το καλύτερο σκάκι που είχε παιχθεί ποτέ ως τότε όπως σχολίασε κάποιος από τους αντιπάλους του. Ο Κάπα έχασε την πρωτιά, πήρε τουλάχιστον το βραβείο ωραιότητας. Ο Αλεξάντερ Αλεξάνδροβιτς συστήθηκε στον κόσμο εκκωφαντικά. Ο ίδιος ο Τάρας, σταθερός, πάντα ισχυρός. Ο καουμπόη, ο Φρανκ Μάρσαλ, κάνοντας την έκπληξη βρέθηκε στην τελική πεντάδα. Την πρώτη πεντάδα των μεγάλων μετρ του αγαπημένου μας παιχνιδιού.
Οι παππούδες Μπλάκμπερν και Γκάνσμπεργκ  με ψυχή. Μα η ψυχή πιο συχνά δεν φτάνει, παρά που αρκεί.
Η μεγάλη τραγωδία του Ακίμπα. Η καταστροφή μιας ζωής και μιας ψυχής καθαρής, που για το πάθος της, γκρέμισε όλες τις γέφυρες. Στο τέλος ακόμα και τις γέφυρες του μυαλού του με τον πραγματικό κόσμο. Ξανάπαιξε ο Ακίμπα. Κάποτε και με πολύ καλά αποτελέσματα – σχεδόν μια δεκαετία μετά. Μα το κύκνειο άσμα μιας ιδιοφυίας δεν παύει να ήταν αυτό, στην Πετρούπολη το 14.
1.e4 e5, 2.Nf3 Nc6 3.Bb5 η Ισπανική. Η αιώνια Ισπανική.
Σήκωσα για λίγο τα μάτια μου από τον τόμο του Τάρας. Απέναντι ήταν ο πίνακας ανακοινώσεων. Η ανακοίνωση, καρφωμένη με πινέζες σε έναν κόντρα πλακέ πίνακα, έγραφε: «Παρέχονται περούκες δωρεάν, για τους αδύναμους οικονομικά ασθενείς».



En passant


En passant

Πάνω που λες να ξεμυτίσεις, θαρραλέα, με φόρα, κι όχι διστακτικά και μεσοβέζικα,
μια κραυγή
 – «Αν πασάν!»  
 σε σφάζει.
 Σου επιβάλλει την ανυπαρξία ξανά, νομοθετημένα, μ’ έναν τρόπο παράλογο,
ανάλογο μιας ατσάλινης συντεταγμένης λογικής.
Πεθαίνεις κι εσύ που θέλησες να προσπεράσεις,
        ως η άλλη όψη των υπολοίπων που μ’ εκείνο το κουτσό βήμα           αντίκρισαν κατάματα τον θάνατο.
Κι όσο οι κανόνες δεν αλλάζουν,  θα πεθαίνεις…


                                                                                                               (Ανώγεια Οκτώβρης 2017)





Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Πάνω στις νότες ενός requiem…




Πάνω στις νότες ενός requiem

Χορεύω πάνω στις νότες ενός requiem
τσαλαβουτώντας πάνω στο πεντάγραμμο
άτσαλα βήματα

Ένας χορός άχαρος, μπατάλικος
που ξεχειλίζει και γέρνει
βήματα που δεν είναι δικά μου
κι όμως τους ανήκω
με πάνε…
Με πάνε χωρίς να συμβαδίζουμε
απλώς προχωράμε
        κινούμαστε
                                              επιταχύνουμε

οι νότες τελειώνουν
σε λίγο θα βρεθούμε μετέωροι

Έξω από την παρτιτούρα
σε ένα άλλο χώρο
σε έναν άλλο χρόνο
σε μια άλλη συνθήκη
                                                                          Χωρίς μουσική



                                                                           (Ανώγεια Δεκέμβρης 2019)

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Βαρκελώνη 1936

Το παρακάτω τραγούδι γράφτηκε τον Φλεβάρη του 2000, μέσα στο λεωφορείο καθώς ερχόμουν από το Ηράκλειο στα Ανώγεια (μετά έγιναν κάποιες επεξεργασίες μικρής έκτασης). Θυμάμαι το είχε μελλοποιήσει τότε ο Γιάγκος, αλλά τα χρόνια πέρασαν, δεν θυμάμαι καν τον ρυθμό. Όμως, "όσα είπαμε παλιά, ισχύουν...", γι' αυτό θα ήθελα να το αφιερώσω σε όλους όσοι χάθηκαν στην υπόθεση της απελευθέρωσης του ανθρώπου.



ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ 1936
  
Αντάρα ζώνει τις κορφές
κρούβει καπνός τους φάρους
βλέπω με μαύρες φορεσιές
-και πορφυρές– κουρσάρους
βρέχει στο χώμα αστραπές
κι η γη βαριανασαίνει
πεταξ’ αητός στη θύελλα
κι η αλεπού σωπαίνει

Και σαν γυναίκα έτοιμη
το νεογνό να φέρει
τρέμουν της γης τα σωθικά
χαίρεται κ’ υποφέρει

Τ’ ωραίο σου το πρόσωπο, σ’ όλο το κόσμο απλώνει
τραγούδι ο Ασκάσο αρχινά
σπάει ο Ντουρρούτι τα δεσμά
πανώρια Βαρκελώνη!

Πέσαν’ απάνω σου καρφιά και τα ξανθά σου τα μαλλιά
κόκκινα βάψαν’
έσβησ’ η λάμψη απ’ τη ματιά, τα όνειρα σου στη φωτιά
ρίξανε και τα κάψαν’
εκείνους που σ’ αγάπησαν, μ’ ένα σπαθί τους κάρφωσαν
και σ’ ένα τάφο ομαδικό, όλους μαζί τους θάψαν

άνοιξ’ η γη κι ο ουρανός, ένας βουβός ορυγμαγδός
κι ένα κορμί στο αίμα
στύλωσες τα ματάκια σου
κοιτάζοντας το ψέμα.


Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

ΤΑΝΓΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΤΖΟΥΛΙΑ



ΤΑΝΓΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΤΖΟΥΛΙΑ




Φως δεν περνάει ανάμεσα μας
κομμένες πνίγονται οι ανάσες
ο Μαραντόνα δίνει πάσες
μια Μπουρουτσάγκα μια Κανίγια
δεν θα γυρίσουμε στα ίδια
απόψε κόπηκε η μιλιά μας

Απόψε κόπηκε η μιλιά μας
στα στόματα μας ήχοι άλλοι
χορός, αγάπη, ρίγος, πάλη
αρκεί η βαρύτητα για μας;
σταμάτα πια να πολεμάς
άλυτος κόμπος η θηλιά μας

Άλυτος κόμπος η θηλιά μας
κορμιά χαμένα στην αιθάλη
να στροβιλίζονται μια ζάλη
που σε πονώ; Που με πονάς;
πότε σκοτώνεις; Πότε αγαπάς;
είναι τα αίματα δικά μας;

Είναι τα αίματα δικά μας;
βήματα αργά, κοφτά, στακάτα
Ροζάριο, Μεντόζα, Μαρ ντε Πλάτα
ένα express που περιμένει
μα εμείς στα βήματα χαμένοι
Φως δεν περνάει ανάμεσα μας!

Χρωστάω φυσικά στην Τζούλια και το ξέρει. Και μόνο που χόρεψε μαζί μου, είναι κάτι που δεν αποπληρώνεται. Χρωστάω και στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και στον Αχιλλέα Κυριακίδη κι ας μην το ξέρουν. Χρωστάω και στον Ντιεγκίτο. Ούτε αυτός το ξέρει. Και στην «μεγάλη ψυχή της Αργεντινής» - αν υπάρχει τέτοιο πράγμα...
                                                                                                       (Ανώγεια 27 Γενάρη 2020)

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Στον Georg Trakl



Με τον Γκέοργκ Τρακλ «συναντήθηκα» κατά τύχη πριν 21 χρόνια, όταν έπεσα πάνω του «σκαλίζοντας» κατά την προσφιλή μου συνήθεια τα ράφια κάποιου βιβλιοπωλείου (συγκεκριμένα ήταν ένα μικρό βιβλιοπωλείο πάνω στην 62 Μαρτύρων το οποίο διατηρούσε ένας ευγενής ηλικιωμένος). Δεν τον ήξερα καθόλου τον Τρακλ τότε. Έπεσα πάνω στον τόμο των εκδόσεων Ύψιλον σε μετάφραση της Ελένης Νούσια. Στην πορεία των χρόνων συνέλεξα όλες τις ελληνικές μεταφράσεις του Τρακλ, οι οποίες είναι όλες από ενδιαφέρουσες έως εξαιρετικές, αλλά πάντα μέσα μου μένει το ύφος και η μουσική της πρώτης συνάντησης και έτσι στον παλιό αυτό τόμο επιστρέφω συχνότερα.
Η φωνή του ξεχωριστού αυτού «πουλιού», της κατ’ εμέ πιο ιδιαίτερης και πρωτότυπης περίπτωσης των γερμανικών γραμμάτων – και ίσως όχι μόνο – με συντροφεύει και ταυτόχρονα με απειλεί αδιαλείπτως από τότε.
Κάθε απόπειρα να μιλήσω για την ποίηση του Τρακλ σε πεζό λόγο, νιώθω πως είναι καταδικασμένη να κατακρημνιστεί πριν προλάβει να σταθεί στα πόδια της.
Έτσι είναι βολικότερο για μένα να μιλήσω με στίχους – όχι πως αυτοί δεν τρεκλίζουν αλλά ίσως έχουν μια ελπίδα να κάνουν μερικά έστω αβέβαια βήματα πριν την πτώση.

Του αφιέρωσα λοιπόν ένα στιχούργημα το οποίο είναι επηρεασμένο από την δική του ποίηση και το παρουσιάζω σε αυτό το ιστολόγιο. Μαζί μ’ αυτό παρουσιάζω και ένα δεύτερο στιχούργημα το οποίο περιγράφει την «άγρια» βραδιά κατά την οποία δημιουργήθηκε το πρώτο. Στον Georg Trakl λοιπόν… 


Στον Georg Trakl
Έλις
                το κοράκι ελάλησε
ποιος σου δεσε τα μάτια;
ποιος στα μαλλιά σου φώλιασε
κλωνιά γαλάζια γιασεμιά
ποιος χειρουργεί τις ώρες σου με τις διπλές λεπίδες;
                Παιδί!
                    παιδί μικρό θα φύγουμε
Ξαποσταμό τα πόδια μας δεν έχουν
                                           Πέρα! Μακριά…
                                                      σιμά συνάμα
                Μας ανημένει η μαύρη φλέγα
                                                  η αστείρευτη!
                                                        Τελειωμό δεν έχει
ίσως τα σκοτεινά μας δηλητήρια
                τώρα ν’ αρκούν!




Το βράδυ που γεννήθηκε ο Elis


Tο βράδυ που γεννήθηκε ο Elis

                παραλίγο να πεθάνω εγώ

-          Αν ήμουν εγώ

γιατί με σιγουριά δεν το ξέρω

ποιος έγραφε; Ποιος έσβηνε;

Ποιος μαχαίρωνε; Και ποιος δεχόταν το μαχαίρι;

Ποιος με τα μαύρα νερά πάλευε όλη νύχτα;

                Όλα θολά είναι
                                Ακαθόριστα
Θυμάμαι μόνο ξημερώματα
σχεδόν ξεψυχισμένος
σύρθηκα μέχρι τον νιπτήρα
                λίγο νερό να ρίξω
                                σ’ ένα ακέφαλο σώμα
Τι κρίμα!
                Δεν είχε ούτε χέρια…
                                                               (Ανώγεια 14 και 15 Φλεβάρη 2020)

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Federico Gacia Lorca "Ποιητής στην Νέα Υόρκη" - μια ανάγνωση


Το 1929 ο Federico Garcia Lorca φεύγει για την Αμερική, με σκοπό να φοιτήσει στο Columbia. Είναι ένας στόχος προσχηματικός. Στην πραγματικότητα απλώς θέλει να φύγει. Στην Ισπανία τα πράγματα δεν έχουν πάει καλά. Μια ερωτική απογοήτευση, η ομοφυλοφιλία του που πια συζητιέται ανοιχτά, οι τεταμένες σχέσεις με τους γονείς του για την ζωή που κάνει αλλά ακόμα και η απρόσμενα μεγάλη επιτυχία της συλλογής “Romancero Gitano” ( το «Τσιγκάνικο τραγουδιστάρι» όπως αποδόθηκε στην ελληνική), όλα μαζί τον οδηγούν σε μια μεγάλη κρίση στην ζωή του. Και καλά όλα τα άλλα, αλλά ακόμα και η επιτυχία της συλλογής; Το “Romancero Gitano” μπορεί να αρέσει στον κόσμο, δεν αρέσει όμως στον φιλικό και καλλιτεχνικό κύκλο του Λόρκα. Ο Λουίς Μπουνιουέλ - κυρίως – και ο Σαλβαδόρ Νταλί του ασκούν εντονότατη κριτική για το παραδοσιακό ύφος της συλλογής το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην «σύγχρονη ευαισθησία». Ο Λόρκα είναι λοιπόν σε μια δύσκολη στιγμή του βίου του, όπου όλα, ακόμα και η επιτυχία, κινούνται εναντίον του, με τον καημό του έρωτα να είναι αυτό που κυριαρχεί και οδηγεί τελικά τον ποιητή στη φυγή. Ο Λόρκα φτάνει λοιπόν στην Νέα Υόρκη – την Νέα Υόρκη της υπερβολής και του κραχ. Ίσως έλπιζε να συναντήσει την γη που θα τον γαληνέψει, μα αντ’ αυτού συνάντησε την δική του «Έρημη Χώρα».
Καρπός της παραμονής του στην Νέα Υόρκη θα είναι το σημαντικότερο – κατ’ εμέ τουλάχιστον – ποιητικό του έργο, η συλλογή που παρουσιάστηκε αργότερα από τον ίδιο προφορικά μέσω σειράς διαλέξεων και τυπώθηκε σε χαρτί μετά την δολοφονία του, αυτή που τελικά τιτλοφορήθηκε «Ποιητής στην Νέα Υόρκη».
Αυτό το magnum opus του Λόρκα, είναι η δική του εκδοχή της «Έρημης Χώρας». Μόνο που εδώ ο ποιητής δεν θεάται: ζει! Ο Λόρκα δεν βλέπει από κάπου ψηλά τα ατέλειωτα πλήθη των νεκρών να περπατάνε πάνω στο γεφύρι της Λόντρας: Περπατάει δίπλα τους, αγγίζει τα νεκρά τους μέλη, πεθαίνει ο ίδιος! Το εσωτερικό φορτίο του ποιητή, έτοιμο να γεννήσει κεραυνούς και σκοτάδι, συντήχθηκε σε μια αρμονική δυσαρμονία με το εξωτερικό φορτίο με το οποίο τον τράταρε η πόλη, όπως κάνουν οι νοικοκυρές σαν έχουν μουσαφίρη. Αυτό το σμίξιμο, αγωνιώδες, πλημμυρισμένο καταιγίδα, με τα βήματα να τσαλαβουτούν άγνωστα-γνωστά μονοπάτια χωρίς φανούς θυέλλης, παρά μόνο με ένα κίτρινο και γαλάζιο, αλάθητο εσωτερικό φως – αισθητήριο, παρήγαγαν έναν απίστευτο όλεθρο, μια ξεκληρισμένη, ερειπωμένη γη, που όμοια της θα αντίκρυζε αργότερα ίσως μονάχα ο Χουάν Πρεσιάδο.
Στο Μπρόνξ, στο Μπρούκλιν, πλάι στον Χάτσον, στους δρόμους και τις λεωφόρους της πόλης σύμβολο της καπιταλιστικής ανάπτυξης – και κρίσης – και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ο ποιητής τριγυρνάει θαρρείς σαν ερευνητής. Τον φαντάζεσαι με την τσάντα του να κρέμεται στο πλάι, έναν φάκελο υπό μάλης και πιθανόν και ένα μολύβι περασμένο στο αυτί, να παρατηρεί – ξεκομμένος ων, ωσάν να ίπταται – ανθρώπους και συμβαίνοντα – που ως επί τω πλείστο δεν είναι παρά οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και του κόσμου που έχουν δημιουργήσει. Αυτή όμως δεν είναι παρά μονάχα η αρχική εντύπωση – ίσως ίσως και η αρχική πραγματικότητα για τον Λόρκα, ο οποίος φτάνει στην μεγαλούπολη και πριν αυτή τον εγκολπώσει και τον χωνέψει αυτός κινείται ως παρατηρητής γύρω από το σώμα της. Δεν αργεί όμως – σε μια φρενήρη καθοδική πορεία - να φτάσει βαθιά μέσα στα σπλάχνα της. Κι όχι μόνο. Να τα διατρήσει και να χυθεί στα σπλάχνα όλης της σύγχρονης ζωής όπου ο τόπος χρησιμεύει πια μόνο ως σημείο αναφοράς και σύμβολο καθώς συμπτώματα και ασθένειες έχουν προσβάλλει – πολύ ή λίγο, αυτή είναι η μόνη διαφοροποίηση – τον κόσμο ολάκερο. Η παρουσία του ποιητή δρα ενοποιητικά και ως προς τον χώρο και ως προς τον χρόνο. Ο χρόνος και ο τόπος είναι ο ανθρώπινος χωρόχρονος, αυτός που πάλλεται από το πλέγμα των μεταξύ των ανθρώπων σχέσεων. Η παιδική ηλικία, όσο κι αν μοιάζει ασφαλής καταφυγή, δεν είναι παρά η αφετηρία του εφιάλτη.
  «Εκείνα τα μάτια μου στα χίλια εννιακόσια δέκα Δεν είδανε να θάβουν τους νεκρούς Ούτε και την γιορτή της στάχτης εκείνου που κλαίει το χάραμα, Ούτε και την καρδιά που πάλλει συρρικνωμένη σαν αλογάκι της θάλασσας… …στον τόπο όπου το όνειρο έπεφτε πάνω στην πραγματικότητα του. Εκεί τα δυο μικρά μου μάτια. Μη με ρωτάτε τίποτα. Είδα τα πράγματα Όταν ζητάνε πλησμονή να βρίσκουν το κενό τους…» (1910 – Ιντερμέδιο – αποσπάσματα) 
Η παιδική ηλικία, από χρόνος γίνεται τόπος. Είναι ο τόπος που το όνειρο πέφτει πάνω στην πραγματικότητα. Η συντριβή, η συνειδητοποίηση της συντριβής, γίνεται 19 χρόνια μετά, στην Νέα Υόρκη. Όμως δεν έχει αλλάξει ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος. Όλα συμβαίνουν την ίδια στιγμή, όλα τα ανακαλεί, τα αναπλάθει και τα μέλλεται η ίδια στιγμή. Ίσως δεν είναι τυχαίο που παρότι το ποίημα 1910 – το 1910 ο Λόρκα ήταν 12 ετών – ενώ είναι δεύτερο στην συλλογή, είναι το πρώτο που διαβάζει ο ποιητής στην περιβόητη σειρά διαλέξεων που έδωσε από το 1932 έως το 1935 παρουσιάζοντας τα ποιήματα της συλλογής. Ο Λόρκα ταξιδεύει την πόλη για να την γνωρίσει. Όμως η πόλη ταξιδεύει τον Λόρκα σαν μήτρα της σύγχρονης ζωής. Ξεσκεπάζεται την γεωγραφία της και απλώνει τον ανάγλυφο χάρτη του πλέγματος των ανθρώπων που κουβαλάει στην ράχη της. Ξεναγεί τον ξένο και μαεστρικά τον σκοτώνει. 
  «Δολοφονημένος από τον ουρανό. Ανάμεσα στα σχήματα που παν ως το ερπετό Και στα σχήματα που ψάχνουνε το κρύσταλλο, Θ’ αφήσω να μακρύνουν τα μαλλιά μου…» (Επιστροφή από περίπατο – απόσπασμα) 

Τα δυο παραπάνω ποιήματα ανήκουν στην ενότητα που τιτλοφορείται «Ποιήματα της μοναξιάς στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια».
 Η πόλη σπάει σε κομμάτια, φριχτή, ποικιλόμορφη, ανακατεμένη, διακονεί τις μουσικές και τα χρώματα της, όμως μια αδιόρατη, αλλά φανερή απειλή είναι πανταχού παρούσα. Η πόλη σπάει σε κομμάτια, είναι όμως η ίδια πόλη, είναι η ίδια ζωή. Μπρονξ, γέφυρα του Μπρούκλιν, ποταμός Χάντσον, Χάρλεμ, είναι το ίδιο καρουσέλ που στριφογυρίζει σαν άνεμος, που παρασέρνει φύλλα και φτερά, καρδιές και φέρετρα, κυρίως φέρετρα.
«Είναι οι νεκροί που γρατζουνάνε με τα από χώμα χέρια τους
Τις πόρτες του πυρόλιθου
Όπου σαπίζουν επιδόρπια και συννεφιές» (Τοπίο του πλήθους που ξερνάει (Νύχτωμα τον Κόνεϋ Άϊλαντ - απόσπασμα))
Και
                «…προσμένανε το θάνατο ενός παιδιού
                Στο γιαπωνέζικο ιστιοφόρο
                Έμειναν μόνοι και μόνες,
                Να ονειρεύονται με τ’ ανοιχτά
                Ράμφη των πουλιών που ξεψυχούσαν
                Με το μυτερό ψαθάκι που τρυπά
                Το βάτραχο που μόλις τον πατήσανε,
                Κάτω από μια σιωπή με χίλια αυτιά…
                …δεν πειράζει που το αγόρι σωπαίνει
                Όταν του μπήγουνε την τελευταία καρφίτσα.
                Δεν πειράζει που η αύρα σπάζει στον ανθό του μπαμπακιού.
                Γιατί υπάρχει ένας κόσμος του θανάτου…
                …γιατί και μόνο το ασήμαντο συμπόσιο της αράχνης
                Αρκεί να κλέψει την ισορροπία απ΄ ολάκερο τον ουρανό…
(Τοπίο του πλήθους που ουρεί (Νυχτωδία του    Μπάττερυ Πλέϊς – αποσπάσματα)
Η πάλη του ποιητή με όλο αυτό το θανατικό είναι ξεκάθαρη: Είναι μια κραυγή ζωής, αγωνίας για την ακέραια ανθρώπινη ύπαρξη που συντρίβεται μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα των συνθηκών που ορίζουν τις κοινωνίες των ανθρώπων. Η κριτική του Λόρκα στην αμερικάνικη κοινωνία, την οποία αποφλοιώνει μέχρι το τελευταίο σκέπασμα της και αποκαλύπτει τον γυμνό θάνατο της ζωής μέσα στις αρρωστημένες φλέβες της, είναι, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα ενός ποιητή πρώτα και κύρια κοσμοπολίτη όπως ο ίδιος δηλώνει, όχι μια κριτική που εκκινεί από την όχθη της παράδοσης, αλλά μια βαθιά πολιτική κριτική του καπιταλισμού. Ο Λόρκα – αυτή είναι η αίσθηση μου – δεν κρίνει την αμερικάνικη κοινωνία επειδή απομακρύνεται από τις παραδοσιακές φόρμες, αλλά επειδή το κάνει με έναν τρόπο απάνθρωπο, ενάντια στην ουσία της ίδιας της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μπορεί σε μια πρώτη ανάγνωση η απομάκρυνση από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής μέσα στο χάος της αποξένωσης να μοιάζει με πρωταρχική αιτία της κριτικής του ποιητή, όμως όπως ο ίδιος θα πει αργότερα στην διάλεξη για την συλλογή:

«…βλέπω τους ανθρώπους αλυσοδεμένους και κουφούς. Αλυσοδεμένους από ένα οικονομικό σύστημα τρομερό, στο οποίο γρήγορα θα πρέπει να κοπεί ο λαιμός και κουφούς από σκιά πειθαρχίας και από έλλειψη της απαραίτητης δόσης από τρέλα»
Το ποίημα «Άυπνη πόλη (Νυχτωδία της γέφυρας του Μπρούκλιν) είναι μια … «έρημη χώρα» μέσα στην «έρημη χώρα»:
                
                Κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο αυτό, κανείς
                Δεν κοιμάται κανείς.
                Υπάρχει ένας νεκρός στο πιο απόμακρο το κοιμητήριο
                Που παραπονιέται τρία χρόνια
                Γιατί έχει ένα τοπίο ξερό στο γόνατο
                Και το παιδί που θάψανε σήμερα το πρωί έκλαιγε τόσο
                Που υπήρξε ανάγκη να φωνάξουμε τους σκύλους για να πάψει.»
                (Αύπνη πόλη (Νυχτωδία της γέφυρας του Μπρούκλιν - απόσπασμα))
Στο παραπάνω απόσπασμα είναι φανερός ένας απόηχος της ίδιας της «Έρημης Χώρας» του Έλλιοτ, κυρίως από τους τελευταίους στίχους του πρώτου μέρους, της «Ταφής του νεκρού».
Και η νεκροταφειακή γη συνεχίζει να σκοντάφτει τα βήματα του ποιητή:
                «…για να υπάρχει ένα πανόραμα ανοιχτών ματιών
                Και πικρές πληγές που καίνε
                Κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο. Κανείς, κανείς.
                Το έχω κιόλας πει.
                Δεν κοιμάται κανείς.
                Αλλά αν κάποιος έχει τη νύχτα
                Μια αφθονία από βρύα στους κροτάφους
                Ανοίξτε τις καταπακτές για να δει κάτω απ’ τη σελήνη
                Τις ψεύτικες κούπες, το φαρμάκι,
                Και τη νεκροκεφαλή απ’ τα θέατρα.

                (Άυπνη πόλη (Νυχτωδία της γέφυρας του Μπρούκλιν – απόσπασμα))


Όλα τα παραπάνω ποιήματα ανήκουν στην ενότητα «Δρόμοι και Όνειρα».
Η ενότητα στην οποία φαίνεται η ζωή να κερδίζει έδαφος, είναι η ενότητα «Οι Νέγροι» που όπως είναι φανερό πραγματεύεται τις εικόνες που από την γειτονιά του Χάρλεμ.  Ο Λόρκα βρίσκει εκεί την ζωή αναβλύζουσα, ορμητική, ασύνταχτη, ανυπόταχτη. Είναι μια ζωή που προσπαθεί να διατηρήσει τον δικό της ρυθμό, τον ρυθμό κόντρα στην αδηφάγο μεγαλούπολη. Γράφει χαρακτηριστικά στην διάλεξη ο Λόρκα: 

" (Οι νέγροι) απέναντι σε τόσες δυσκολίες, είναι οι πιο πνευματώδεις και οι πιο εκλεπτυσμένοι αυτού του κόσμου. Γιατί πιστεύουν γιατι ελπιζουν, γιατί τραγουδούν και γιατί έχουν μια εξαίρετη και ιερή οκνηρία που τους σώζει απ' όλες τις επικίνδυνες καθημερινές τους επιθυμίες"
Όμως...
Τα θανατηφόρα δηλητήρια που ναρκώνουν, παραλύουν κάθε ζωντανό κύτταρο και οδηγούν τα πάντα στην μαύρη τρύπα του θανάτου, κυκλοφορούν ανεμπόδιστα μέσα στις αρτηρίες της πόλης και μοιραία, φτάνουν και στο Χάρλεμ:

          «…Άι  Χάρλεμ!
         Δεν υπάρχει αγωνία να συγκρίνεται
         με τα φυλακισμένα μάτια σου,
        με το αίμα σου που τουρτουρίζει σε μια σκοτεινή έκλειψη,
       με την ορμή σου πορφυρή, κωφάλαλη στα σκοτεινά,
      με το μέγα φυλακισμένο βασιλιά σου με λιβρέα θυρωρού»

και

    «Πρέπει να φύγετε!
    να φύγετε από τις γωνίες
   και να κλειστείτε στους τελευταίους ορόφους,
   γιατί ο τέτανος του δάσους θα εισχωρήσει από τις χαραμάδες
  για ν’ αφήσει στην σάρκα σας ένα απαλό σημάδι έκλειψης
  και μια ψεύτικη θλίψη
  από ξεθωριασμένο γάντι κι από ρόδο χημικό»

και

  «Άι Χάρλεμ μεταμφιεσμένο!

  Άι Χάρλεμ απειλημένο από ένα πλήθος ρούχα ακέφαλα!»
  (Ο βασιλιάς του Χάρλεμ (αποσπάσματα))

Ούτε όταν ο ποιητής φεύγει στην εξοχή, κοντά στην πόλη, δεν τον εγκαταλείπει το κυρίαρχο συναίσθημα. Παρότι τα πράγματα εκεί είναι πιο κοντά στην ψυχή του, ο θάνατος είναι πανταχού παρόν. Πρόκειται για την ενότητα «Στην καλύβα του αγρότη (πεδιάδα του Νιούμπουργκ). Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Κορίτσι πνιγμένο στο πηγάδι (Γρανάδα και Νιούμπουργκ)». Όπως χαρακτηριστικά φαίνεται από τον υπότιτλο, ο ποιητής ανακαλεί μια παρόμοια εμπειρία από την Γρανάδα, πράγμα που στην δική μου την σκέψη είναι σαφής ένδειξή ότι έστω και υποσυνείδητα ο ποιητής αναγνωρίζει την καθολικότητα των όσων περιγράφει. Η Νέα Υόρκη είναι το μεγάλο σύμπτωμα, όμως η «αρρώστια» απλώνεται παντού.

   «Την ώρα που το πλήθος ψάχνει του μαξιλαριού σιωπές,
   εσύ για πάντα πάλλεις, στο δαχτυλίδι σου κλεισμένη,
   …που δε βρίσκει διέξοδο».
   (Κορίτσι πνιγμένο στο πηγάδι (Γρανάδα και Νιούμπουργκ) απόσπασμα)

Η επόμενη ενότητα φωνάζει δια του τίτλου της: «Εισαγωγή στο θάνατο (ποιήματα της μοναξιάς στο Βέρμοντ)» ότι ο Λόρκα έχει μπει για τα καλά πια στην χώρα των νεκρών.
Καταδύεται στη ίδια Κομάλα, στην ίδια Μέδια Λούνα στην οποία θα ζήσει τους ζωντανούς και ονειρώδεις εφιάλτες του ο Χουάν Πρεσιάδο μερικές δεκαετίες μετά:

   «Για να δω πως όλα έχουνε φύγει
   δωσ’ μου τον άδειο κόσμο σου, αγάπη μου!
   Μέσα σου, αγάπη μου, στη σάρκα σου,
   Τι σιωπή από εκτροχιασμένα τρένα!
   Τι χέρι από μούμια ανθισμένο!
   Τι ουρανός αδιέξοδος, αγάπη μου, τι ουρανός!»
   (Νυχτωδία του κενού (απόσπασμα))

Ακολουθεί η επιστροφή στην πόλη, και η ομώνυμη ενότητα ποιημάτων, όπου ο λόγος είναι περισσότερο καταγγελτικός. Ο Λόρκα έχει μυρίσει τον θάνατο, τον έχει ακουμπήσει, τον έχει γευθεί. Τώρα κεραυνώνει τις αιτίες με πιο ευθύ τρόπο. Και είναι ξεκάθαρο νομίζω αυτό που καταγγέλει:

   «Σ’ όλο τον κόσμο καταγγέλλω
   Που αγνοεί το άλλο μισό,
   Το ανεξαγόραστο μισό
   Που υψώνει τα βουνά του από τσιμέντο
   Όπου χτυπάνε οι καρδιές
   Απ’ τα ζωάκια που ξεχνιούνται
   Κι όπου θα πέσουμε όλοι μας
   Στην έσχατη γιορτή των τρυπανιών»
   (Νέα Υόρκη (Γραφείο και καταγγελία) απόσπασμα)

Ακολουθεί η ενότητα «Δύο Ωδές» («Κραυγή ως τη Ρώμη» και «Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν») και στην συνέχει η ενότητα «Φυγή από την Νέα Υόρκη»  για να καταλήξει στην ενότητα «Ο ποιητής φθάνει στην Αβάνα» όπου περιέχεται το ποίημα «Λαϊκό τραγούδι των Νέγρων στην Κούβα». Το εκρηκτικό σπανιόλικο – νέγρικο μείγμα, είναι σαφώς εγγύτερο στο μέσα του Λόρκα και έτσι ο ποιητής ξεδίνει

   «Όταν θα ‘ρθει η πανσέληνος
   Θα πάω στο Σαντιάγκο της Κούβας,
   Θα πάω στο Σαντιάγκο…»

Πανηγυρίζει, αλλά… είναι φανερό στον αναγνώστη πώς ακόμα και κάτω από τους στίχους αυτού του ποιήματος κυλάει το μαύρο ποτάμι.
Η συλλογή ουσιαστικά τελειώνει εδώ, αν και η υπέροχη δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Σμίλη που διαθέτω (σε μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη) περιέχει και την ενότητα «Γη και Σελήνη» όπως επίσης περιέχει και το κείμενο της διάλεξης που έδινε ο Λόρκα για 3 χρόνια σχετικά με την συλλογή, καθώς και τις φωτογραφίες από την Νέα Υόρκη όπου σε καθεμιά είχε επιλέξει και ένα απόσπασμα από τα ποιήματα. Μια πραγματικά υπέροχη έκδοση που δυστυχώς από την έρευνα που έκανα έχει εξαντληθεί (γενικά δεν βρήκα μετάφραση της συλλογής στα ελληνικά που να κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή). Στο παρόν κείμενο χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις του Βασίλη Λαλιώτη από αυτή την έκδοση.
Θεωρώ πως το «Ποιητής στην Νέα Υόρκη» δεν έχει βρει ακόμα την θέση που του αξίζει στην παγκόσμια λογοτεχνία αλλά ίσως ούτε και στην βιβλιογραφία του Λόρκα, αν και χρόνο με το χρόνο κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Όπως συνήθως συμβαίνει με τα έργα που υπήρξαν μπροστά από την εποχή τους και λειτουργούν ως υλικά βραδείας καύσης και μακριάς διάρκειας.
Το παρόν κείμενο δεν διεκδικεί και δεν είναι τίποτα άλλο από μερικές σκέψεις πάνω στις επανειλημμένες και επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις της συλλογής μέσα σε μια 20ετία και δεν έχει άλλο κίνητρο από την αγάπη προς την ποίηση και τον ποιητή.


                                                                                                 (Ανώγεια, 17 - 21 Μάρτη 2020)