Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Federico Gacia Lorca "Ποιητής στην Νέα Υόρκη" - μια ανάγνωση


Το 1929 ο Federico Garcia Lorca φεύγει για την Αμερική, με σκοπό να φοιτήσει στο Columbia. Είναι ένας στόχος προσχηματικός. Στην πραγματικότητα απλώς θέλει να φύγει. Στην Ισπανία τα πράγματα δεν έχουν πάει καλά. Μια ερωτική απογοήτευση, η ομοφυλοφιλία του που πια συζητιέται ανοιχτά, οι τεταμένες σχέσεις με τους γονείς του για την ζωή που κάνει αλλά ακόμα και η απρόσμενα μεγάλη επιτυχία της συλλογής “Romancero Gitano” ( το «Τσιγκάνικο τραγουδιστάρι» όπως αποδόθηκε στην ελληνική), όλα μαζί τον οδηγούν σε μια μεγάλη κρίση στην ζωή του. Και καλά όλα τα άλλα, αλλά ακόμα και η επιτυχία της συλλογής; Το “Romancero Gitano” μπορεί να αρέσει στον κόσμο, δεν αρέσει όμως στον φιλικό και καλλιτεχνικό κύκλο του Λόρκα. Ο Λουίς Μπουνιουέλ - κυρίως – και ο Σαλβαδόρ Νταλί του ασκούν εντονότατη κριτική για το παραδοσιακό ύφος της συλλογής το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην «σύγχρονη ευαισθησία». Ο Λόρκα είναι λοιπόν σε μια δύσκολη στιγμή του βίου του, όπου όλα, ακόμα και η επιτυχία, κινούνται εναντίον του, με τον καημό του έρωτα να είναι αυτό που κυριαρχεί και οδηγεί τελικά τον ποιητή στη φυγή. Ο Λόρκα φτάνει λοιπόν στην Νέα Υόρκη – την Νέα Υόρκη της υπερβολής και του κραχ. Ίσως έλπιζε να συναντήσει την γη που θα τον γαληνέψει, μα αντ’ αυτού συνάντησε την δική του «Έρημη Χώρα».
Καρπός της παραμονής του στην Νέα Υόρκη θα είναι το σημαντικότερο – κατ’ εμέ τουλάχιστον – ποιητικό του έργο, η συλλογή που παρουσιάστηκε αργότερα από τον ίδιο προφορικά μέσω σειράς διαλέξεων και τυπώθηκε σε χαρτί μετά την δολοφονία του, αυτή που τελικά τιτλοφορήθηκε «Ποιητής στην Νέα Υόρκη».
Αυτό το magnum opus του Λόρκα, είναι η δική του εκδοχή της «Έρημης Χώρας». Μόνο που εδώ ο ποιητής δεν θεάται: ζει! Ο Λόρκα δεν βλέπει από κάπου ψηλά τα ατέλειωτα πλήθη των νεκρών να περπατάνε πάνω στο γεφύρι της Λόντρας: Περπατάει δίπλα τους, αγγίζει τα νεκρά τους μέλη, πεθαίνει ο ίδιος! Το εσωτερικό φορτίο του ποιητή, έτοιμο να γεννήσει κεραυνούς και σκοτάδι, συντήχθηκε σε μια αρμονική δυσαρμονία με το εξωτερικό φορτίο με το οποίο τον τράταρε η πόλη, όπως κάνουν οι νοικοκυρές σαν έχουν μουσαφίρη. Αυτό το σμίξιμο, αγωνιώδες, πλημμυρισμένο καταιγίδα, με τα βήματα να τσαλαβουτούν άγνωστα-γνωστά μονοπάτια χωρίς φανούς θυέλλης, παρά μόνο με ένα κίτρινο και γαλάζιο, αλάθητο εσωτερικό φως – αισθητήριο, παρήγαγαν έναν απίστευτο όλεθρο, μια ξεκληρισμένη, ερειπωμένη γη, που όμοια της θα αντίκρυζε αργότερα ίσως μονάχα ο Χουάν Πρεσιάδο.
Στο Μπρόνξ, στο Μπρούκλιν, πλάι στον Χάτσον, στους δρόμους και τις λεωφόρους της πόλης σύμβολο της καπιταλιστικής ανάπτυξης – και κρίσης – και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ο ποιητής τριγυρνάει θαρρείς σαν ερευνητής. Τον φαντάζεσαι με την τσάντα του να κρέμεται στο πλάι, έναν φάκελο υπό μάλης και πιθανόν και ένα μολύβι περασμένο στο αυτί, να παρατηρεί – ξεκομμένος ων, ωσάν να ίπταται – ανθρώπους και συμβαίνοντα – που ως επί τω πλείστο δεν είναι παρά οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και του κόσμου που έχουν δημιουργήσει. Αυτή όμως δεν είναι παρά μονάχα η αρχική εντύπωση – ίσως ίσως και η αρχική πραγματικότητα για τον Λόρκα, ο οποίος φτάνει στην μεγαλούπολη και πριν αυτή τον εγκολπώσει και τον χωνέψει αυτός κινείται ως παρατηρητής γύρω από το σώμα της. Δεν αργεί όμως – σε μια φρενήρη καθοδική πορεία - να φτάσει βαθιά μέσα στα σπλάχνα της. Κι όχι μόνο. Να τα διατρήσει και να χυθεί στα σπλάχνα όλης της σύγχρονης ζωής όπου ο τόπος χρησιμεύει πια μόνο ως σημείο αναφοράς και σύμβολο καθώς συμπτώματα και ασθένειες έχουν προσβάλλει – πολύ ή λίγο, αυτή είναι η μόνη διαφοροποίηση – τον κόσμο ολάκερο. Η παρουσία του ποιητή δρα ενοποιητικά και ως προς τον χώρο και ως προς τον χρόνο. Ο χρόνος και ο τόπος είναι ο ανθρώπινος χωρόχρονος, αυτός που πάλλεται από το πλέγμα των μεταξύ των ανθρώπων σχέσεων. Η παιδική ηλικία, όσο κι αν μοιάζει ασφαλής καταφυγή, δεν είναι παρά η αφετηρία του εφιάλτη.
  «Εκείνα τα μάτια μου στα χίλια εννιακόσια δέκα Δεν είδανε να θάβουν τους νεκρούς Ούτε και την γιορτή της στάχτης εκείνου που κλαίει το χάραμα, Ούτε και την καρδιά που πάλλει συρρικνωμένη σαν αλογάκι της θάλασσας… …στον τόπο όπου το όνειρο έπεφτε πάνω στην πραγματικότητα του. Εκεί τα δυο μικρά μου μάτια. Μη με ρωτάτε τίποτα. Είδα τα πράγματα Όταν ζητάνε πλησμονή να βρίσκουν το κενό τους…» (1910 – Ιντερμέδιο – αποσπάσματα) 
Η παιδική ηλικία, από χρόνος γίνεται τόπος. Είναι ο τόπος που το όνειρο πέφτει πάνω στην πραγματικότητα. Η συντριβή, η συνειδητοποίηση της συντριβής, γίνεται 19 χρόνια μετά, στην Νέα Υόρκη. Όμως δεν έχει αλλάξει ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος. Όλα συμβαίνουν την ίδια στιγμή, όλα τα ανακαλεί, τα αναπλάθει και τα μέλλεται η ίδια στιγμή. Ίσως δεν είναι τυχαίο που παρότι το ποίημα 1910 – το 1910 ο Λόρκα ήταν 12 ετών – ενώ είναι δεύτερο στην συλλογή, είναι το πρώτο που διαβάζει ο ποιητής στην περιβόητη σειρά διαλέξεων που έδωσε από το 1932 έως το 1935 παρουσιάζοντας τα ποιήματα της συλλογής. Ο Λόρκα ταξιδεύει την πόλη για να την γνωρίσει. Όμως η πόλη ταξιδεύει τον Λόρκα σαν μήτρα της σύγχρονης ζωής. Ξεσκεπάζεται την γεωγραφία της και απλώνει τον ανάγλυφο χάρτη του πλέγματος των ανθρώπων που κουβαλάει στην ράχη της. Ξεναγεί τον ξένο και μαεστρικά τον σκοτώνει. 
  «Δολοφονημένος από τον ουρανό. Ανάμεσα στα σχήματα που παν ως το ερπετό Και στα σχήματα που ψάχνουνε το κρύσταλλο, Θ’ αφήσω να μακρύνουν τα μαλλιά μου…» (Επιστροφή από περίπατο – απόσπασμα) 

Τα δυο παραπάνω ποιήματα ανήκουν στην ενότητα που τιτλοφορείται «Ποιήματα της μοναξιάς στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια».
 Η πόλη σπάει σε κομμάτια, φριχτή, ποικιλόμορφη, ανακατεμένη, διακονεί τις μουσικές και τα χρώματα της, όμως μια αδιόρατη, αλλά φανερή απειλή είναι πανταχού παρούσα. Η πόλη σπάει σε κομμάτια, είναι όμως η ίδια πόλη, είναι η ίδια ζωή. Μπρονξ, γέφυρα του Μπρούκλιν, ποταμός Χάντσον, Χάρλεμ, είναι το ίδιο καρουσέλ που στριφογυρίζει σαν άνεμος, που παρασέρνει φύλλα και φτερά, καρδιές και φέρετρα, κυρίως φέρετρα.
«Είναι οι νεκροί που γρατζουνάνε με τα από χώμα χέρια τους
Τις πόρτες του πυρόλιθου
Όπου σαπίζουν επιδόρπια και συννεφιές» (Τοπίο του πλήθους που ξερνάει (Νύχτωμα τον Κόνεϋ Άϊλαντ - απόσπασμα))
Και
                «…προσμένανε το θάνατο ενός παιδιού
                Στο γιαπωνέζικο ιστιοφόρο
                Έμειναν μόνοι και μόνες,
                Να ονειρεύονται με τ’ ανοιχτά
                Ράμφη των πουλιών που ξεψυχούσαν
                Με το μυτερό ψαθάκι που τρυπά
                Το βάτραχο που μόλις τον πατήσανε,
                Κάτω από μια σιωπή με χίλια αυτιά…
                …δεν πειράζει που το αγόρι σωπαίνει
                Όταν του μπήγουνε την τελευταία καρφίτσα.
                Δεν πειράζει που η αύρα σπάζει στον ανθό του μπαμπακιού.
                Γιατί υπάρχει ένας κόσμος του θανάτου…
                …γιατί και μόνο το ασήμαντο συμπόσιο της αράχνης
                Αρκεί να κλέψει την ισορροπία απ΄ ολάκερο τον ουρανό…
(Τοπίο του πλήθους που ουρεί (Νυχτωδία του    Μπάττερυ Πλέϊς – αποσπάσματα)
Η πάλη του ποιητή με όλο αυτό το θανατικό είναι ξεκάθαρη: Είναι μια κραυγή ζωής, αγωνίας για την ακέραια ανθρώπινη ύπαρξη που συντρίβεται μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα των συνθηκών που ορίζουν τις κοινωνίες των ανθρώπων. Η κριτική του Λόρκα στην αμερικάνικη κοινωνία, την οποία αποφλοιώνει μέχρι το τελευταίο σκέπασμα της και αποκαλύπτει τον γυμνό θάνατο της ζωής μέσα στις αρρωστημένες φλέβες της, είναι, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα ενός ποιητή πρώτα και κύρια κοσμοπολίτη όπως ο ίδιος δηλώνει, όχι μια κριτική που εκκινεί από την όχθη της παράδοσης, αλλά μια βαθιά πολιτική κριτική του καπιταλισμού. Ο Λόρκα – αυτή είναι η αίσθηση μου – δεν κρίνει την αμερικάνικη κοινωνία επειδή απομακρύνεται από τις παραδοσιακές φόρμες, αλλά επειδή το κάνει με έναν τρόπο απάνθρωπο, ενάντια στην ουσία της ίδιας της ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μπορεί σε μια πρώτη ανάγνωση η απομάκρυνση από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής μέσα στο χάος της αποξένωσης να μοιάζει με πρωταρχική αιτία της κριτικής του ποιητή, όμως όπως ο ίδιος θα πει αργότερα στην διάλεξη για την συλλογή:

«…βλέπω τους ανθρώπους αλυσοδεμένους και κουφούς. Αλυσοδεμένους από ένα οικονομικό σύστημα τρομερό, στο οποίο γρήγορα θα πρέπει να κοπεί ο λαιμός και κουφούς από σκιά πειθαρχίας και από έλλειψη της απαραίτητης δόσης από τρέλα»
Το ποίημα «Άυπνη πόλη (Νυχτωδία της γέφυρας του Μπρούκλιν) είναι μια … «έρημη χώρα» μέσα στην «έρημη χώρα»:
                
                Κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο αυτό, κανείς
                Δεν κοιμάται κανείς.
                Υπάρχει ένας νεκρός στο πιο απόμακρο το κοιμητήριο
                Που παραπονιέται τρία χρόνια
                Γιατί έχει ένα τοπίο ξερό στο γόνατο
                Και το παιδί που θάψανε σήμερα το πρωί έκλαιγε τόσο
                Που υπήρξε ανάγκη να φωνάξουμε τους σκύλους για να πάψει.»
                (Αύπνη πόλη (Νυχτωδία της γέφυρας του Μπρούκλιν - απόσπασμα))
Στο παραπάνω απόσπασμα είναι φανερός ένας απόηχος της ίδιας της «Έρημης Χώρας» του Έλλιοτ, κυρίως από τους τελευταίους στίχους του πρώτου μέρους, της «Ταφής του νεκρού».
Και η νεκροταφειακή γη συνεχίζει να σκοντάφτει τα βήματα του ποιητή:
                «…για να υπάρχει ένα πανόραμα ανοιχτών ματιών
                Και πικρές πληγές που καίνε
                Κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο. Κανείς, κανείς.
                Το έχω κιόλας πει.
                Δεν κοιμάται κανείς.
                Αλλά αν κάποιος έχει τη νύχτα
                Μια αφθονία από βρύα στους κροτάφους
                Ανοίξτε τις καταπακτές για να δει κάτω απ’ τη σελήνη
                Τις ψεύτικες κούπες, το φαρμάκι,
                Και τη νεκροκεφαλή απ’ τα θέατρα.

                (Άυπνη πόλη (Νυχτωδία της γέφυρας του Μπρούκλιν – απόσπασμα))


Όλα τα παραπάνω ποιήματα ανήκουν στην ενότητα «Δρόμοι και Όνειρα».
Η ενότητα στην οποία φαίνεται η ζωή να κερδίζει έδαφος, είναι η ενότητα «Οι Νέγροι» που όπως είναι φανερό πραγματεύεται τις εικόνες που από την γειτονιά του Χάρλεμ.  Ο Λόρκα βρίσκει εκεί την ζωή αναβλύζουσα, ορμητική, ασύνταχτη, ανυπόταχτη. Είναι μια ζωή που προσπαθεί να διατηρήσει τον δικό της ρυθμό, τον ρυθμό κόντρα στην αδηφάγο μεγαλούπολη. Γράφει χαρακτηριστικά στην διάλεξη ο Λόρκα: 

" (Οι νέγροι) απέναντι σε τόσες δυσκολίες, είναι οι πιο πνευματώδεις και οι πιο εκλεπτυσμένοι αυτού του κόσμου. Γιατί πιστεύουν γιατι ελπιζουν, γιατί τραγουδούν και γιατί έχουν μια εξαίρετη και ιερή οκνηρία που τους σώζει απ' όλες τις επικίνδυνες καθημερινές τους επιθυμίες"
Όμως...
Τα θανατηφόρα δηλητήρια που ναρκώνουν, παραλύουν κάθε ζωντανό κύτταρο και οδηγούν τα πάντα στην μαύρη τρύπα του θανάτου, κυκλοφορούν ανεμπόδιστα μέσα στις αρτηρίες της πόλης και μοιραία, φτάνουν και στο Χάρλεμ:

          «…Άι  Χάρλεμ!
         Δεν υπάρχει αγωνία να συγκρίνεται
         με τα φυλακισμένα μάτια σου,
        με το αίμα σου που τουρτουρίζει σε μια σκοτεινή έκλειψη,
       με την ορμή σου πορφυρή, κωφάλαλη στα σκοτεινά,
      με το μέγα φυλακισμένο βασιλιά σου με λιβρέα θυρωρού»

και

    «Πρέπει να φύγετε!
    να φύγετε από τις γωνίες
   και να κλειστείτε στους τελευταίους ορόφους,
   γιατί ο τέτανος του δάσους θα εισχωρήσει από τις χαραμάδες
  για ν’ αφήσει στην σάρκα σας ένα απαλό σημάδι έκλειψης
  και μια ψεύτικη θλίψη
  από ξεθωριασμένο γάντι κι από ρόδο χημικό»

και

  «Άι Χάρλεμ μεταμφιεσμένο!

  Άι Χάρλεμ απειλημένο από ένα πλήθος ρούχα ακέφαλα!»
  (Ο βασιλιάς του Χάρλεμ (αποσπάσματα))

Ούτε όταν ο ποιητής φεύγει στην εξοχή, κοντά στην πόλη, δεν τον εγκαταλείπει το κυρίαρχο συναίσθημα. Παρότι τα πράγματα εκεί είναι πιο κοντά στην ψυχή του, ο θάνατος είναι πανταχού παρόν. Πρόκειται για την ενότητα «Στην καλύβα του αγρότη (πεδιάδα του Νιούμπουργκ). Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Κορίτσι πνιγμένο στο πηγάδι (Γρανάδα και Νιούμπουργκ)». Όπως χαρακτηριστικά φαίνεται από τον υπότιτλο, ο ποιητής ανακαλεί μια παρόμοια εμπειρία από την Γρανάδα, πράγμα που στην δική μου την σκέψη είναι σαφής ένδειξή ότι έστω και υποσυνείδητα ο ποιητής αναγνωρίζει την καθολικότητα των όσων περιγράφει. Η Νέα Υόρκη είναι το μεγάλο σύμπτωμα, όμως η «αρρώστια» απλώνεται παντού.

   «Την ώρα που το πλήθος ψάχνει του μαξιλαριού σιωπές,
   εσύ για πάντα πάλλεις, στο δαχτυλίδι σου κλεισμένη,
   …που δε βρίσκει διέξοδο».
   (Κορίτσι πνιγμένο στο πηγάδι (Γρανάδα και Νιούμπουργκ) απόσπασμα)

Η επόμενη ενότητα φωνάζει δια του τίτλου της: «Εισαγωγή στο θάνατο (ποιήματα της μοναξιάς στο Βέρμοντ)» ότι ο Λόρκα έχει μπει για τα καλά πια στην χώρα των νεκρών.
Καταδύεται στη ίδια Κομάλα, στην ίδια Μέδια Λούνα στην οποία θα ζήσει τους ζωντανούς και ονειρώδεις εφιάλτες του ο Χουάν Πρεσιάδο μερικές δεκαετίες μετά:

   «Για να δω πως όλα έχουνε φύγει
   δωσ’ μου τον άδειο κόσμο σου, αγάπη μου!
   Μέσα σου, αγάπη μου, στη σάρκα σου,
   Τι σιωπή από εκτροχιασμένα τρένα!
   Τι χέρι από μούμια ανθισμένο!
   Τι ουρανός αδιέξοδος, αγάπη μου, τι ουρανός!»
   (Νυχτωδία του κενού (απόσπασμα))

Ακολουθεί η επιστροφή στην πόλη, και η ομώνυμη ενότητα ποιημάτων, όπου ο λόγος είναι περισσότερο καταγγελτικός. Ο Λόρκα έχει μυρίσει τον θάνατο, τον έχει ακουμπήσει, τον έχει γευθεί. Τώρα κεραυνώνει τις αιτίες με πιο ευθύ τρόπο. Και είναι ξεκάθαρο νομίζω αυτό που καταγγέλει:

   «Σ’ όλο τον κόσμο καταγγέλλω
   Που αγνοεί το άλλο μισό,
   Το ανεξαγόραστο μισό
   Που υψώνει τα βουνά του από τσιμέντο
   Όπου χτυπάνε οι καρδιές
   Απ’ τα ζωάκια που ξεχνιούνται
   Κι όπου θα πέσουμε όλοι μας
   Στην έσχατη γιορτή των τρυπανιών»
   (Νέα Υόρκη (Γραφείο και καταγγελία) απόσπασμα)

Ακολουθεί η ενότητα «Δύο Ωδές» («Κραυγή ως τη Ρώμη» και «Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν») και στην συνέχει η ενότητα «Φυγή από την Νέα Υόρκη»  για να καταλήξει στην ενότητα «Ο ποιητής φθάνει στην Αβάνα» όπου περιέχεται το ποίημα «Λαϊκό τραγούδι των Νέγρων στην Κούβα». Το εκρηκτικό σπανιόλικο – νέγρικο μείγμα, είναι σαφώς εγγύτερο στο μέσα του Λόρκα και έτσι ο ποιητής ξεδίνει

   «Όταν θα ‘ρθει η πανσέληνος
   Θα πάω στο Σαντιάγκο της Κούβας,
   Θα πάω στο Σαντιάγκο…»

Πανηγυρίζει, αλλά… είναι φανερό στον αναγνώστη πώς ακόμα και κάτω από τους στίχους αυτού του ποιήματος κυλάει το μαύρο ποτάμι.
Η συλλογή ουσιαστικά τελειώνει εδώ, αν και η υπέροχη δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Σμίλη που διαθέτω (σε μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη) περιέχει και την ενότητα «Γη και Σελήνη» όπως επίσης περιέχει και το κείμενο της διάλεξης που έδινε ο Λόρκα για 3 χρόνια σχετικά με την συλλογή, καθώς και τις φωτογραφίες από την Νέα Υόρκη όπου σε καθεμιά είχε επιλέξει και ένα απόσπασμα από τα ποιήματα. Μια πραγματικά υπέροχη έκδοση που δυστυχώς από την έρευνα που έκανα έχει εξαντληθεί (γενικά δεν βρήκα μετάφραση της συλλογής στα ελληνικά που να κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή). Στο παρόν κείμενο χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις του Βασίλη Λαλιώτη από αυτή την έκδοση.
Θεωρώ πως το «Ποιητής στην Νέα Υόρκη» δεν έχει βρει ακόμα την θέση που του αξίζει στην παγκόσμια λογοτεχνία αλλά ίσως ούτε και στην βιβλιογραφία του Λόρκα, αν και χρόνο με το χρόνο κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Όπως συνήθως συμβαίνει με τα έργα που υπήρξαν μπροστά από την εποχή τους και λειτουργούν ως υλικά βραδείας καύσης και μακριάς διάρκειας.
Το παρόν κείμενο δεν διεκδικεί και δεν είναι τίποτα άλλο από μερικές σκέψεις πάνω στις επανειλημμένες και επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις της συλλογής μέσα σε μια 20ετία και δεν έχει άλλο κίνητρο από την αγάπη προς την ποίηση και τον ποιητή.


                                                                                                 (Ανώγεια, 17 - 21 Μάρτη 2020)

2 σχόλια: