Με τον Γκέοργκ Τρακλ «συναντήθηκα» κατά τύχη πριν 21 χρόνια,
όταν έπεσα πάνω του «σκαλίζοντας» κατά την προσφιλή μου συνήθεια τα ράφια
κάποιου βιβλιοπωλείου (συγκεκριμένα ήταν ένα μικρό βιβλιοπωλείο πάνω στην 62 Μαρτύρων
το οποίο διατηρούσε ένας ευγενής ηλικιωμένος). Δεν τον ήξερα καθόλου τον Τρακλ τότε.
Έπεσα πάνω στον τόμο των εκδόσεων Ύψιλον σε μετάφραση της Ελένης Νούσια. Στην
πορεία των χρόνων συνέλεξα όλες τις ελληνικές μεταφράσεις του Τρακλ, οι οποίες
είναι όλες από ενδιαφέρουσες έως εξαιρετικές, αλλά πάντα μέσα μου μένει το ύφος
και η μουσική της πρώτης συνάντησης και έτσι στον παλιό αυτό τόμο επιστρέφω συχνότερα.
Η φωνή του ξεχωριστού αυτού «πουλιού», της κατ’ εμέ πιο ιδιαίτερης
και πρωτότυπης περίπτωσης των γερμανικών γραμμάτων – και ίσως όχι μόνο – με συντροφεύει
και ταυτόχρονα με απειλεί αδιαλείπτως από τότε.
Κάθε απόπειρα να μιλήσω για την ποίηση του Τρακλ σε πεζό
λόγο, νιώθω πως είναι καταδικασμένη να κατακρημνιστεί πριν προλάβει να σταθεί
στα πόδια της.
Έτσι είναι βολικότερο για μένα να μιλήσω με στίχους – όχι πως
αυτοί δεν τρεκλίζουν αλλά ίσως έχουν μια ελπίδα να κάνουν μερικά έστω αβέβαια
βήματα πριν την πτώση.
Του αφιέρωσα λοιπόν ένα στιχούργημα το οποίο είναι
επηρεασμένο από την δική του ποίηση και το παρουσιάζω σε αυτό το ιστολόγιο.
Μαζί μ’ αυτό παρουσιάζω και ένα δεύτερο στιχούργημα το οποίο περιγράφει την «άγρια»
βραδιά κατά την οποία δημιουργήθηκε το πρώτο. Στον Georg Trakl λοιπόν…
Στον Georg Trakl
Έλις
το
κοράκι ελάλησε
ποιος σου δεσε τα μάτια;
ποιος στα μαλλιά σου φώλιασε
κλωνιά γαλάζια γιασεμιά
ποιος χειρουργεί τις ώρες σου με τις διπλές λεπίδες;
Παιδί!
παιδί μικρό θα φύγουμε
Ξαποσταμό τα πόδια μας δεν έχουν
Πέρα!
Μακριά…
σιμά συνάμα
Μας ανημένει
η μαύρη φλέγα
η αστείρευτη!
Τελειωμό δεν έχει
ίσως τα σκοτεινά μας δηλητήρια
τώρα ν’
αρκούν!
Το βράδυ που
γεννήθηκε ο Elis
Tο
βράδυ που γεννήθηκε ο Elis
παραλίγο
να πεθάνω εγώ
-
Αν ήμουν εγώ
γιατί με σιγουριά δεν το ξέρω
ποιος έγραφε; Ποιος έσβηνε;
Ποιος μαχαίρωνε; Και ποιος δεχόταν το μαχαίρι;
Ποιος με τα μαύρα νερά πάλευε όλη νύχτα;
Όλα θολά
είναι
Ακαθόριστα
Θυμάμαι μόνο ξημερώματα
σχεδόν ξεψυχισμένος
σύρθηκα μέχρι τον νιπτήρα
λίγο
νερό να ρίξω
σ’
ένα ακέφαλο σώμα
Τι κρίμα!
Δεν
είχε ούτε χέρια…
(Ανώγεια 14 και 15 Φλεβάρη 2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου