Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

 



Απόψε είναι του Μιχάλη

                        μνήμη Μιχάλη Καλτεζά


απόψε είναι του Μιχάλη

κι αν ο Μιχάλης έπεσε νεκρός

κι αν νύχτα πέφτει πάλι

ο δρόμος τούτος μένει ζωντανός

 

απόψε είναι του Μιχάλη

κι αν πίσω του σκυμμένοι οι μελίστες

κι ακούγεται ο κρότος πάλι

όσο κι αν μάκρυναν οι λίστες

 

απόψε είναι του Μιχάλη

πάντα η μορφή του θα προβάλλει

άχρονο φως λουσμένη πάλι

απόψε είναι του Μιχάλη




Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Federico Garcia Lorca

 


Federico Garcia Lorca

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα!

το όνομα σου ποίηση
γάργαρο νερό στο γκρίζο των ματιών σου

πλάνταγμα στους λαρυγγισμούς της βαθιάς σου φωνής

 

ένα παιδί ξυπόλητο με χώματα στα χέρια

κι ανάμεσός στα χώματα ένα κομμάτι ψωμί ξεραμένο

απλώνει αυτά τα χέρια προς το μέρος σου

 

την ώρα που το καμιόνι κατεβαίνεις

την ώρα που για τελευταία φορά

με μάτια ανοιχτά

κοιτάς τη Γρανάδα


Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

7 Αυγούστου







7 Αυγούστου

ύπουλα μάτια κεντρίζουν την πλάτη του
δίπλα στις παραστιές
οι όγκοι των σκιών μεγάλωναν
τριδιάστατοι
κι ένιωθε ως το στομάχι
την δύναμη της σιγαλής φωνής
αυτού του ψίθυρου που φόρτωνε βάρος τις λέξεις
τώρα ύπουλα μάτια κεντρίζουν την πλάτη του
καθώς περνά την αλέα
κτήρια πολλών ορόφων
γέρνουν στον άνεμο
ακουμπώντας τα κλαδιά τους
θροΐζουν βλοσυρά τα φύλλα τους
κάποια πέφτουν κάτω
σέρνονται απειλητικά πίσω του
έπιανε να λέει ιστορίες ο γέρος
καθώς σκάλιζε τα κάρβουνα
με τα χοντρά του δάκτυλα
σκασμάδες νύχια μαύρα
άνοιγε τις οφτές πατάτες
άρπαζε την κούπα το κρασί
κόλλαγε το σαλιωμένο χαρτί
άναβε στα κάρβουνα
τύλιγε το μικρό δωμάτιο καπνός
φεύγαν οι λέξεις
οι χειρονομίες
οι κινήσεις
έκρυβαν τόση ένταση
αποκτούσαν τόση σημασία
συχνά δεν θυμόταν τίποτα από την ιστορία
μπορούσε όμως ακόμα και σήμερα
να περιγράψει τις κινήσεις των χεριών
αδιόρατες φυλλωσιές
μέσα στα δωμάτια ηχούν
μαύρος πηλός εισβάλει απ’ τον νιπτήρα
απ’ την τρύπα της λεκάνης
από τους νεροχύτες
το μικρό καταφύγιο
δεν άντεχε πια
τριγμοί, καδρόνια διαρρηγνύονται
τινάζονται ελατήρια στο πάτωμα γυμνά
έριχνε χοντρό αλάτι μέσα στην ανοιγμένη
αχνιστή πατάτα
λίγο λεμόνι
αξεφλούδιστη
κέρναγε την μισή
έκανε μια χαψιά την άλλη
καυτή ακόμη
σκέπαζε την γλώσσα του κρασί
μια κούπα κι άλλη μια
αγκομαχούσε το χιόνι να τρυπήσει την ταράτσα
παλιά κι αυτή χωμάτινη
καμωμένη την μέρα της ανάγκης
μπότες βαριές
τρίζει το χιόνι καθώς ανοίγουν κοπαριά
χτυπάν τα πόδια στο κατώφλι
ανοίγει πόρτα
δυο γείτονες
ένα κρασί να ζεσταθούν χέρια και σώματα

«βρωμόκαιρος»
«ε, συνηθισμένα πράματα, χειμώνας είναι»
χειμώνας είναι
κοπανάει η βροχή τα πάντα
στο δωμάτιο μόνος
ξεχαρβαλωμένα ξύλα ελάσματα
ο μαύρος πηλός κινείται παντού
θέλει πολύ να βγει έξω
μα που έξω με τέτοιον καιρό
ε, σιγά, χειμώνας είναι
έπιασαν τις ιστορίες απ’ τον μεγάλο πόλεμο
ο γέρος ο δικός του δεν ήθελε να μιλήσει
άκουγε
κάποιες τις είχαν πει πολλές φορές
μα του άρεσε να ακούει τις φωνές, τις αφηγήσεις
κι ας λένε ότι να ‘ναι
από κοντά είχαν μυρίσει τον θάνατο
ο πηλός ανεβαίνει στις καρέκλες
κάθεται στα τραπέζια
αυτός θέλει να βγει έξω
το θέλει όσο τίποτα
αλλά τώρα πια ο δρόμος έκλεισε
θα κολλήσουν τα πόδια του στην γλίτσα
εκτός αν
εκτός αν
πρέπει να μάθει να αιωρείται
αυτό θα ήταν μια κάποια λύσις
τώρα πρέπει να περιμένει
«τράγοι στ’ αμπέλια»
είχαν κυκλώσει την περιοχή και περίμεναν
σε λίγο θα εμφανιστούν οι ναζί
είχαν συλλάβει γυναίκες και παιδιά
τις γυναίκες και τα παιδιά του τόπου τους
για αγγαρεία
για εκτέλεση
για Μπέργκεν - Μπέλζεν
ποιος ξέρει
όμως οι αντάρτες είχαν κυκλώσει
κυκλωμένος από τον μαύρο πηλό
κρατιέται απ’ τον σκελετό του κτηρίου
πρέπει να περιμένει
ήσυχα στις θέσεις τους
χωρίς μιλιά να βγαίνει
το σχέδιο καθαρό
καθένας ήξερε τι πρέπει να κάνει
οι πατάτες εκρήγνυνται μέσα στα κάρβουνα
χερούκλες
άνοιγμα στην μέση
χοντρό αλάτι
λεμόνι
κρασί
«να πιει κι ο μικρός»
«να μόνο λίγο»
τόσο
στο μικρό ποτήρι
«έτσι μπράβο»
να,
έρχονται οι ναζί
γυναίκες παιδιά στην μέση
θέλει προσοχή
«δεν πρέπει να χτυπηθεί κανείς δικός μας άνθρωπος»

κι ελιές!
έφερε κι ελιές
σταφιδολιές μεγάλες όμορφες
λυπόταν που τις έτρωγε
που εξαφάνιζε την ύπαρξη τους
το όμορφο σχήμα τους
μα ήταν τόσο νόστιμες
έγινε το πρώτο σινιάλο
πλησιάζουν
σε λίγο θα είναι μέσα στο βεληνεκές
θέλει χέρια σταθερά
να μην τα καίνε οι οφτές πατάτες
να τις κρατούν με σιγουριά
να τις ανοίγουν στην μέση
αλάτσι
λεμόνι
κρασί
(και να κερνάνε τις μισές)
τα πόδια του μαργωμένα
χωρίς την δυνατότητα της κίνησης
ο μαύρος πηλός γευματίζει
ό,τι είναι μπόσικο
το αίμα παγωμένο
το βλέμμα καθαρό
«να τα πεις»
ο γέρος του είχε πολεμήσει σ’ εκείνη τη μάχη
«να τα πεις» τον παρότρυναν
«να γροικά και το κοπέλι, να κατέχει»
«ό, τι έγινε έγινε
εκάμαμε αυτό που έπρεπε να κάμομε εκείνη την ώρα
δεν χρειάζονται άλλα λόγια
ό, τι έγινε έγινε»
τα φώτα σβήνουν
κάποια ζημιά στην ΔΕΗ
δεν είναι καιρός αυτός
τόσο νερό
(τόσο χιόνι)
τόσοι κεραυνοί
(πυρ, πυρ, πυρ!)
κανείς δικός μας άνθρωπος δεν πρέπει να πληγωθεί
«κανείς δικός μας άνθρωπος δεν πληγώθηκε»
όλα είναι μαύρα
ο πηλός μαύρος
δεν φαίνεται
ο ήλιος ήταν στην κορφή
τι όμορφη μέρα!
καλοκαίρι!
7 Αυγούστου
Σμαϊλομανώλης παρών
Νταγιαντομανώλης παρών
Φρυσαλοχαραλάμπης παρών
Καφατσόκωστας παρών
Νταρολευτέρης παρών
Λαμπρινομανώλης παρών
Ξημερογιώργης παρών
Θοδωροπέτρος παρών
Γιαννιός τση Χρόναινας παρών
Περβολογιώρης παρών
Γύπαρης παρών
Δημοσθένης Πασπαράκης παρών

(από την ποιητική συλλογή "Θα ξαναγίνει", εκδόσεις Γκοβόστη 2020)




Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

«Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο…»





«Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο…»

Η πιστολιά της Πρέβεζας – πάνε 92 χρόνια πια – ακόμα αντηχεί στα δώματα της σύγχρονης γραμμένης στην ελληνική γλώσσα ποίησης. Κι ακόμα καρφώνει, πληγώνει και κεντρίζει το σώμα της.
Σαν σήμερα, 21 Ιούλη του 1928, ο Κώστας Καρυωτάκης – αφού είχε εις μάτην προσπαθήσει το προηγούμενο βράδυ να πνιγεί – αγοράζει ένα πιστόλι από το οπλοπωλείο του Ιωάννη Αναγνωστόπουλου στην Πρέβεζα, πηγαίνει στο παραλιακό καφενείο του Νιόνιου Καλλίνικου όπου πίνει βυσσινάδα και συντάσσει το τελευταίο σημείωμα (παρά που προέρχεται από μια ολονύχτια απόπειρα αυτοκτονίας και ετοιμάζεται να κάνει την επόμενη δεν χάνει καθόλου το πικρό του χιούμορ και συμβουλεύει σε αυτό το σημείωμα επίδοξους αυτόχειρες που ξέρουν κολύμπι να μην «επιχειρήσουν ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης»). Ακολούθως προχώρησε περίπου 400 μέτρα πέρα από το καφενείο, κάθισε κάτω από έναν ευκάλυπτο, τράβηξε την σκανδάλη και με μια σφαίρα στην καρδιά «βρήκε την γαλήνη» όπως έγραψαν στην πλάκα που υπάρχει στο σημείο της αυτοκτονίας του. Η ώρα ήταν περίπου 16.30.


Το 9άρι πιστόλι της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη όπως και η αποχαιρετιστήρια επιστολή εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη


Η πιστολιά βέβαια πήρε αμέσως την ζωή του ποιητή, αλλά ο ήχος της, σχεδόν αιώνας πια, δεν λέει να κοπάσει. Συνεχίζει να βουίζει – ενοχλητικό για πολλούς έντομο – στ’ αυτιά της ποίησης, τουλάχιστον αυτής που γράφεται στην ελληνική γλώσσα από τότε μέχρι σήμερα. Και θα εξακολουθήσει.
Δεν θα γράψω ένα κριτικό κείμενο για την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη. Αυτό το έχουν κάνει καλύτερα απ’ όλους ο Βύρων Λεοντάρης στο περιοδικό «σημειώσεις» και ο Τέλος Άγρας πίσω στα 1933 αλλά και με ποιητικό τρόπο ο Ανδρέας Εμπειρίκοςστο «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες» της Οκτάνας του. 
Ούτε φυσικά θα μιλήσω για το φάντασμα του καρυωτακισμού που -ως φάντασμα- ποτέ δεν υπήρξε παρ’ εκτός στα θολωμένα μυαλά του πυρήνα της περιβόητης γενιάς του ’30 ( ή για να μην τους …αδικώ, στον προγραμματικό κατάλογο του πολιτικού σχεδίου της), αυτών των εργολάβων της ελληνοκεντρικότητας, του τρισχιλιετούς ελληνικού πολιτισμού και της …νέας εθνικής αφήγησης με όχημα τον εθνολαϊκισμό εκπεφρασμένο μέσα από το πρίσμα του «μακρυγιαννισμού» (το θέμα φυσικά είναι μεγάλο και όλο και περισσότερο έρχεται πλέον στην επιφάνεια). Αυτών που προσπάθησαν με κάθε τρόπο να πνίξουν φωνές σαν του Καρυωτάκη – ίσως κυρίως του Καρυωτάκη – μεταξύ πολλών άλλων: τι Καβάφης, τι Εγγονόπουλος, τι Καρούζος και πόσοι και πόσοι: μια και είπα Εγγονόπουλος μου είναι αδύνατον να αντισταθώ στον πειρασμό και να μην παραθέσω τους τελευταίους στίχους του προτελευταίου ποιήματος της τελευταίας συλλογής του υπερρεαλιστή ποιητή.
Στο ποίημα λοιπόν «Ο Βελισάριος» που ουσιαστικά κλείνει την συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες» άρα και συνολικά το ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, ο ποιητής γράφει:

«…έτσι
στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου «του ‘30»
αναμεσίς
στους φιλόδοξους με τ’ ακαθόριστα σχέδια
τούς άγρια λυσσαγμένους – παρ’ όλο το ισχνότατο των εφοδίων τους –
για μιαν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση
τούς άγουρους – σαλιάρηδες – διακονιαρέους και κλέφτες
της δόξας
ξεκίνησε νεώτατος ο Βελισάριος
παρέα με τον Ανδρέα τον Εμπειρίκο
να δημιουργήσει
και να ζήση» (Ν. Εγγονόπουλου, «στην κοιλάδα με τους ροδώνες» σελ. 162, Ίκαρος)


Η φωτογραφία που τράβηξε η αστυνομία από το σημείο της αυτοκτονίας


Δεν θα χρειαζόταν καν εκείνο το απολύτως δηλωτικό «του ‘30» που έβαλε ο Εγγονόπουλος μέσα στο ποίημα για να καταλάβουμε τι και ποιους εννοεί (το έργο του υπερρεαλιστή ποιητή είναι ούτως ή άλλως σταθερά απέναντι στο …ιερατείο του …βοηθού του Νικολόπουλου στην μεταξική λογοκρισία). Όμως φτάνει με αυτούς, τους Δημαράδες και τους Θεοτοκάδες (ο ένας έγραψε για τον Καρυωτάκη πως δεν είναι καν ποιητής και ο άλλος πως δεν έχει γράψει ούτε ένα καλό ποίημα, ο Δημαράς τώρα και ο Θεοτοκάς, αλλά δεν υποψιαζόντουσαν τότε πως είχαν τα κοφτερά δόντια του χρόνου στην πλάτη τους και τους έφαγε κομμάτι κομμάτι και τώρα τρώει και τ’ απομεινάρια τους ενώ την ίδια ώρα εκατάσταινε ωραίους με στοργή και φροντίδα και συνεχίζει να τους κατασταίνει τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη, τον Καρούζο, τον Εγγονόπουλο, τον Σαχτούρη και τόσους και τόσους) και φυσικά τους Σεφέρηδες και τους συν αυτώ…
Το σημείωμα λοιπόν αυτό, ως αφιέρωση μνήμης στον Κ.Γ. Καρυωτάκη, δεν μπορεί παρά να ανήκει στην ποίηση – μέρα που είναι, στην ποίηση τη δική του.
Ας τον αφήσουμε λοιπόν να μιλήσει. Εγώ θα κάνω απλά την επιλογή των στίχων και όπου το νιώσω ανάγκη κάποιους σύντομους σχολιασμούς.
Στην πρώτη του συλλογή «Ο πόνος  του ανθρώπου και των πραμάτων» (1919) στο ποίημα με τον τίτλο Gala και υπότιτλο «θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα» (το ποίημα έχουν μελοποιήσει οι Magic de spell) υπάρχει η πολύ όμορφη στροφή

«κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο και αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη την λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη»

Πέρα από την ομορφιά της στροφής, την θεωρώ πολύ σημαντική για την ποιητική του Καρυωτάκη. Ο αγώνας της τέχνης του είναι σε μεγάλο βαθμό ακριβώς αυτός: να βρεθεί η λέξη που δεν έχει ειπωθεί ακόμη. Όμως ο ποιητής μοιάζει φαίνεται και είναι απολύτως συνειδητοποιημένος ότι η κεντρική ουσία της ζωής του ανθρώπου (αλλά και των πραμάτων) θα μείνει άφραστη. Ο αγώνας είναι εξ αρχής χαμένος. Το κάστρο δεν θα πέσει. Η λέξη δεν θα βρεθεί. Θα μείνει ο αγώνας της αναζήτησης της. Για τον ποιητή όλη η ποιητική δημιουργία εκκινεί, στροβιλίζεται και εξαντλείται γύρω από την εξ αρχής χαμένη αυτή αναζήτηση, γιατί αλίμονο αν η λέξη βρεθεί.
Επανέρχεται ακριβώς στο ίδιο θέμα στην επόμενη συλλογή του «Νηπενθή» στο ποίημα «Δρόμος» (θα το δούμε ολόκληρο παρακάτω):

«τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει
μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι»

οι πόνοι – οι βαθύτεροι πόνοι του ανθρώπου και των πραμάτων – είναι και θα παραμείνουν άφραστοι γιατί δεν υπάρχει λέξη να τους σηκώσει. Αυτή είναι εξ αρχής η ποιητική πεποίθηση του Καρυωτάκη γι’ αυτό και ειρωνεύεται και σαρκάζει αρκετές φορές στο έργο του την ίδια την ποιητική λειτουργία, την ποίηση ως ολότητα δηλαδή αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό ως ποιητή μα και τους συναδέλφους του:

« - ποιητή, κυλάει το γέλιο μου
μέλι και χλεύη, αλλά
δεν παύεις να σφυροκοπάς
των ήχων τα στεφάνια.
 - Κόρη, δουλεύω ανώφελα,
μα η στείρα τι ωφελά
και σιωπηλή του αχάτινου
ματιού σου υπερηφάνια;»

θα πει στην 8η στροφή των «Στροφών» πάλι στα «Νηπενθή»
ενώ στο «Είμαστε κάτι…» των «Ελεγείων» γράφει:

«Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε»

ενώ βέβαια υλικό παρόμοιο υπάρχει και στις «Σάτιρες» (και πώς θα μπορούσε αλλιώς )

«Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματα μας
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές»

λέει στο «Όλοι μαζί…» στο οποίο μεν ο στόχος του είναι άλλος αλλά δεν παύει να αντηχεί η σταθερή πεποίθηση του για την ματαιότητα του εγχειρήματος της ποιητικής δημιουργίας. Φυσικά δεν είναι ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Όμως στον Καρυωτάκη είναι φανερό ότι αυτό το πράγμα τον «πειράζει», τον πονεί, θα ήθελε να είναι αλλιώς, θα ήθελε δηλαδή να μπορούσε να φτάσει η γλώσσα μέσα από την ποιητική δημιουργία στον πυρήνα ακόμα κι αυτών που είναι άφραστα, να τα καταστήσει ρητά και να δικαιωθεί(; ) ως τέχνη. Φυσικά δεν είναι αφελής, γνωρίζει το ουτοπικό του πράγματος όμως ταυτόχρονα αυτό τον βουρλίζει.
Στις «Σάτιρες» υπάρχει και η «Σταδιοδρομία» την οποία θα δούμε ολόκληρη παρακάτω. Και εδώ η στόχευση είναι πολλαπλή, το ποίημα ασφαλώς και δεν εξαντλείται σε αυτό που συζητάμε τώρα – το οποίο ίσως δεν είναι καν το κέντρο του – όμως υπάρχει πάλι αυτή η ίδια πικρή διαπίστωση για την λειτουργία της ποίησης που εδώ δίνεται με τον μεγαλύτερο δυνατό ειρωνικό και σαρκαστικό τόνο:

«οι στίχοι παρέχουν ελπίδες
θα γράψουν οι εφημερίδες»

Η «Αισιοδοξία» είναι ένα από τα τελευταία ποιήματα πριν αυτοκτονήσει που δεν πρόλαβε φυσικά να μπει σε κάποια συλλογή. Και εδώ ο ποιητής ξανασκοντάφτει πάνω στην ίδια πληγή:

«Ας υποθέσουμε πώς δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής»

Το σημείο της αυτοκτονίας σήμερα



Νομίζω ότι αυτά τα παραδείγματα είναι αρκετά για να στηρίξουν αυτή την υπόθεση, στην οποία θέλησα να σταθώ γιατί νομίζω δεν έχει μελετηθεί όσο θα της άξιζε. Το εντυπωσιακό εδώ είναι ότι η πεποίθηση αυτή δεν δημιουργείται στην πορεία. Ο ποιητής ξεκινάει αμέσως, από την πρώτη του συλλογή κουβαλώντας πάνω του αυτό το φορτίο, το οποίο δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφορτωθεί στον δρόμο. Τολμώ λοιπόν να πω ότι ακόμα και η ίδια του η τέχνη, αντί να απαλύνει όξυνε τους πόνους του μέσα στο πλαίσιο στο οποίο γινόταν αντιληπτή πρώτα πρώτα από τον ίδιο τον δημιουργό της.
Φεύγοντας από το συγκεκριμένο θέμα, ας επιστρέψουμε στην πρώτη ποιητική συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» κι ας κάνουμε μια περιδιάβαση σε όμορφους στίχους και ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη:
Ένα κομψοτέχνημα είναι το ποίημα που τιτλοφορείται «Αγάπη»
με υπότιτλο «Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν στο σκοτάδι. Και με είδε μια αχτίδα»

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπο της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος»

Προχωρώντας στα «Νηπενθή» που εκδόθηκαν το 1921 θα ξεχώριζα το καλοδουλεμένο «Πολύμνια» το οποίο είχε αφιερώσει ο Καρυωτάκης στον φίλο του ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο:

Ψεύτικα αισθήματα
ψεύτη του κόσμου!
Μα το παράξενο
φως του έρωτός μου
φέγγει στου σκότεινου
δρόμου την άκρη:
Με το παράπονο
και με το δάκρυ,
κόρη χλωμόθωρη
μαυροντυμένη.
Κι είναι σαν αίνιγμα,
και περιμένει.
Λάμπει το βλέμμα της
απ’ την ασθένεια.
Σάμπως να λιώνουνε
χέρια κερένια.
Στ’ άσαρκα μάγουλα
πώς έχει μείνει
πίκρα το νόημα
γέλιου που σβήνει!
Είναι το αξήγητο
το μικροστόμα
δίχως το μίλημα,
δίχως το χρώμα.
Κάποια μεσάνυχτα
θα σε αγαπήσω,
Μούσα. Τα μάτια σου
θαν τα φιλήσω,
νά βρω γυρεύοντας
μες στα νερά τους
τα χρυσονείρατα
και τους θανάτους,
και τη βασίλισσα
λέξη του κόσμου,
και το παράξενο
φως του έρωτός μου.

ενώ οι στίχοι της πρώτης στροφής από το ποίημα «Οι στίχοι μου» της ίδιας συλλογής μαρτυρούν απλά, όμορφα αλλά και προφητικά την αλήθεια για το πώς έγραψε την ποίηση του ο Κώστας Καρυωτάκης:

«Δικά μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά.  
Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια».

Ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του ποιητή βρίσκεται στην ίδια συλλογή και είναι το «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» (απαγγελία από την σειρά "Καρυωτάκης")

Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.

Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιός άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;»

Πριν φύγουμε από τα «Νηπενθή» το ποίημα «Δρόμος»

Τώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.

Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.

Μ’ είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.

Πόσο τ’ ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ’ όνειρό μου:
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ’ άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.

Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ήλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ’ αστέρια.

Είναι και ανάμεσα
σ’ όλα η Αγάπη:
Στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.

Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια…

Η τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη εκδίδεται το 1927 και είναι η περίφημη «Ελεγεία και Σάτιρες». Γι’ αυτήν την συλλογή ο Τέλλος Άγρας έγραψε: «Και ξαφνικά με την τρίτη του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» μας εξεπέρασεν όλους τελείως κι εξακολουθητικά».
Ας ξεκινήσουμε με την «Ωδή σ’ ένα παιδάκι»

Άρι, μαζί με σένα
έφυγαν όλοι τώρα.
Αφρόντιστα έχουν μείνει
τα έπιπλα, και τα δώρα
γυρεύουν τα χεράκια
που σάλευαν σαν κρίνοι.

Ερημικά, σωπαίνουν,
πρωτογνώριστα μέρη,
οι σκάλες, τα δωμάτια.
Ούτε κανείς πια ξέρει
αν πάλι θ’ ανατείλουν
τα παιδικά σου μάτια.

Ανοιγοκλειώ τις πόρτες,
μπαίνω παντού, μιλάω
λόγια πικρά στους τοίχους,
χωρίς αιτία γελάω,
θέλοντας να ξυπνήσω
τους κοιμισμένους ήχους.

Στην άδεια ζαρντινιέρα
τα παιχνίδια σου βάνω.
Η μαϊμού σου καβάλα
στο προβατάκι πάνω.
Ύστερα η πεταλούδα
με τα φτερά μεγάλα.

(Κλυδωνίζεται τώρα,
ώς τα θεμέλια φρίττει,
και το πηγαίνει ο Χρόνος
το πατρικό μου σπίτι.
Άξαφνα βλέπω να ’μαι
ο τελευταίος, ο μόνος.)

Ευτυχίζω σε σένα
τις ερχόμενες τύχες,
την άγνοια του κόσμου,
το χαμόγελο που είχες,
ω άγγελε παραστάτη,
ω παρήγορο φως μου!

συνεχίζουμε με το ποίημα «Ανδρείκελα» που έχουν μελοποιήσει τα«Υπόγεια Ρεύματα»:

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτή τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…

ενώ ένα από τα καλύτερα ποιήματα του Καρυωτάκη (περνώντας σιγά σιγά στις Σάτιρες) είναι το αριστουργηματικό «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον» (μελοποίηση από τον Δημήτρη Καρούσο) με «θύμα» τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, ο οποίος υπήρξε βασική επιρροή για τον Καρυωτάκη. Όπως θα σημειώσει ο ίδιος ο Καρυωτάκης, το ποίημα δεν απευθύνεται στον ποιητή, αλλά στον κοσμικό κύριο Μαλακάση. Απολαύστε το:

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;

Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,

την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός τελευταίος θα γελάσει;

ένα απόσπασμα από το ποίημα «Σταδιοδρομία» είδαμε πιο πάνω. Εδώ όλο:

Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.

«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
θα γράψουν οι εφημερίδες.

«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου»
και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου.

Την ψυχή και το σώμα πάλι
στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.

Αλλά, με τη δύση του ηλίου,
θα πηγαίνω στου Βασιλείου.

Εκεί θα βρίσκω όλους τους άλλους
λογίους και τους διδασκάλους.

Τα λόγια μου θα ’χουν ουσία,
η σιωπή μου μια σημασία.

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια,
θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.

Θα φύγουν, και θα ’ναι η καρδιά μου
σα ρόδο που επάτησα χάμου.

Πολύ σημαντικό ποίημα επίσης για την ποίηση του Καρυωτάκη το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» με τον αυτοσαρκασμό να φτάνει – κατακορύφως! σε μεγάλα ύψη. Μόνο που βέβαια όπως σε κάθε μεγάλο ποίημα τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά ούτε μονόπαντα. Δεν πρόκειται λοιπόν απλά και μόνο για αυτοσαρκασμό, γι’ αυτό …φυλαχτείτε. (μελοποίηση από τα "Μωρά στη φωτιά")

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ’ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Αμάλθειο κέρας.

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα ’ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.

Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.

τελευταίο από την συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες» ένα πολύ γνωστό ποίημα το «Ιδανικοί αυτόχειρες» (έχει μελοποιηθεί από τον ΛουκάΘάνο με ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη).

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νά το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

Τελευταία ποιήματα πριν την αυτοκτονία, τα οποία δεν εντάχθηκαν σε καμιά συλλογή φυσικά, αλλά πάρα πολύ σημαντικά για το Καρυωτακικό έργο η «Αισιοδοξία»

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε εκειπέρα,
σε χώρες άγνωστες, της Δύσης, του Βορρά·
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε —σημαίες στον άνεμο χτυπούν—
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής—
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.


Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα τις τελευταίες 32 μέρες της ζωής του



και φυσικά το «Πρέβεζα» όπου γίνεται φανερή η διάθεση του ποιητή τις τελευταίες μέρες της ζωής του

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Ο Καρυωτάκης έγραψε και αρκετά πεζά (ενώ μας άφησε και μεταφραστικό έργο, όχι πολύ μεγάλο αλλά πάντως πάρα πολύ καλό).
Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα στην μνήμη του Κώστα Καρυωτάκη, θα ήθελα να πω ότι η τσιγκουνιά είναι κακό πράγμα – παντού. Ας πάψουμε λοιπόν να είμαστε μίζεροι κι ας του δώσουμε αυτό που του αξίζει. Ούτως ή άλλως, θέλετε δεν θέλετε, τον αγαπάτε ή όχι, όλοι όσοι ασχολείστε με την ποίηση είτε ως αναγνώστες είτε ως γράφοντες και οι ίδιοι είστε επηρεασμένοι απ’ αυτόν, κρύβεται πάντα κάπου εκεί. Ακόμα κι αν δεν έχετε διαβάσει ούτε ένα στίχο του. Θα το έχουν κάνει – να είστε σίγουροι – άλλοι από τους οποίους έχετε επηρεαστεί (ή διαβάζετε ως αναγνώστες). Ελάτε λοιπόν, ας το πούμε δυνατά, μην ντρέπεστε και μη είστε τσιγκούνηδες, ας του δώσουμε αυτό που του αξίζει όπως το έκανε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Πάμε μαζί του: «Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης».